United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι χάνομε τάχα με το θάνατό του; και τι θα εχρησίμευε στον κόσμο αυτός; Ένας άνθρωπος φορτικός σ' όλους, βρώμικος, συχαμερός, διαρκώς μ' ένα κλύσμα κι' ένα γιατρικό στην κοιλιά του, όλο να βγάζη μύξες, όλο να βήχη, όλο να φτύνη. Μωρός, πληκτικός, παράξενος. Όλους μας εκούραζε και μέρανύχτα δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να τα βάζη με τις υπηρέτριες και τους υπηρέτας.

Δε φταιν αυτοί, μα εγώ πούσφαλα κεθάρρεψα πως είν' αθρώποι και πως αξίζουν να τσοι ψυχοπονέση άθρωπος. Έπειτα, σαν να ήτον όνειδος η αρρώστεια, μας έδωκε τη φρικτότερη εικόνα για την κατάσταση της άρρωστης. Δεν είχε πεια πνοή, παρά για να βήχη. Και τόσο την έπνιγε καμμιά φορά ο βήχας, που μελάνιαζε και φοβόσουν πως θα τελείωνε.

Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε. — Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά! — Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή. — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη...Δεν μπορώ. Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα.

Κιαπ' αυτά τα εξωτερικά φαινόμενα τόσος ήτον ο ενθουσιασμός του Δεσποινιού, ώστε πίστευε πως η κόρη της άρχιζε να παχαίνη, να βήχη λιγώτερο και σόλα η ζωή της ν' αναγεννάται. Αλλά και της άρρωστης η ψυχική δύναμη έφτασε να γίνη σωματική. Μια μέρα βγήκε κιαπό το σπίτι και πήγε στην Άγια Πελαγιά, ένα κλησιδάκι, πούτον στο πάνω μέρος του χωριού· κιόχι πολύ από το σπίτι των.

Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους τουΤην στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμηρίζη.

Η ασθενής με είδε και κλίνασα επιχαρίτως την κεφαλήν, με γλυκύ μειδίαμα εις τα κάτωχρα χείλη, επρόφερεν ιταλιστί έν ευγενές Ευχαριστώ, και ήρχισε πάλιν να βήχη. Ο κόπος με τον οποίον έκαμε τα ολίγα εκείνα βήματα, κρεμαμένη σχεδόν από τον βραχίονα του πατρός της, ο ξηρός και υπόκωφος εκείνος βηξ, εμαρτύρουν, περισσότερον και από την ωχρότητά της, τον βαθμόν της εξασθενήσεώς της.

Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει, προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει.