United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ασθενής με είδε και κλίνασα επιχαρίτως την κεφαλήν, με γλυκύ μειδίαμα εις τα κάτωχρα χείλη, επρόφερεν ιταλιστί έν ευγενές Ευχαριστώ, και ήρχισε πάλιν να βήχη. Ο κόπος με τον οποίον έκαμε τα ολίγα εκείνα βήματα, κρεμαμένη σχεδόν από τον βραχίονα του πατρός της, ο ξηρός και υπόκωφος εκείνος βηξ, εμαρτύρουν, περισσότερον και από την ωχρότητά της, τον βαθμόν της εξασθενήσεώς της.

Κατά τον Αθήναιον ο έρως και ο βήχας, ή ο βηξ, αν αρχαΐζης, αναγνώστα, είναι τα μόνα πράγματα, άτινα δεν δύνανται να κρυβώσι.

Εσήκωσε το προσκέφαλόν και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπεν. Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδαν ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γείνει άφαντον. Κρύος ιδρώς τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε. — Μάννα μου! μάννα!

Την εσκέπασε με τα ενδύματά του, την περιέθαλψε, την εθέρμανε, και εκάθισε παρ' αυτήν. Τα σημεία της εις την ζωήν επανόδου ήσαν ήδη προδηλότερα. Αλλ' όμως βηξ και άσθμα κατείχε το στήθος της. Ο γέρων ανησύχει. Ήτο ήδη βαθεία νυξ και εφοβείτο το νυκτερινόν ψύχος. Εκράτει πάντοτε τας χείρας της, αίτινες ήσαν έτι ψυχραί. Η παιδίσκη δεν ωμίλησε, και εφαίνετο εν αγνωσία διατελούσα.