United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ιδιοτελής γραία απήντησεν ότι «τα όσα έδωσεν, είναι καλώς δοσμένα, και είναι αρκετά». Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφόν της· ούτος παρεπονέθη εις την νεόνυμφον, εκείνη δε του απήντησεν «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δεν θα εδέχετο να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα Στοιχειά κατοικούν· και τι τον ωφελούν τα σινδόνια και τα 'ποκάμισα, αφού δεν ήτον ικανός να πάρη σπίτι κι' αμπέλι κ' εληώνα;».

Στρώματα, και παπλώματα, και κηλίμια, επιμελώς διπλωμένα, προσκέφαλα, σινδόνια, σωρεύονται ευτάκτως και κοσμίως κατά τον τοίχον, παρά μίαν γωνίαν του θαλάμου, καλύπτονται με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστέφονται με δύο προσκεφαλάδες με μεταξωτά περιβλήματα. Αυτή είνε η τέμπλα. Αφού έφθασε με τα βιολιά ο κουμπάρος, ήλθαν και οι καλεσμένοι, ύστερον οι παππάδες, και ήρχισεν η τελετή.

ΜΕΝ. Τι λες; Εάν δεν επήγα εις την Λεβαδείαν και τυλιγμένος εις σινδόνια κατά τρόπον γελοίον, κρατών δε εις τα χέρια προσφοράν δεν εισήλθα διά του χαμηλού στομίου εις το σπήλαιον, δεν θα μου ήτο δυνατόν να γνωρίζω ότι είσαι νεκρός καθώς ημείς και μόνον κατά την αγυρτείαν διαφέρεις; Αλλά σε εξορκίζω εις την μαντικήν σου, δεν μου λες τι είνε ήρως; διότι δεν το ξέρω.

Η ανδραδέλφη, αμέσως την Δευτέραν την επιούσαν του γάμου, το εξήλεγξεν όλα, και εύρεν ότι έλειπον εκ των εν τω καταλόγω δύο σινδόνια, δύο μαξιλάρια, έν χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Αυθημερόν δε παρήγγειλε της πενθεράς να φέρη τα ελλείποντα.

Ωστόσον η θεράπαιναιςτο σπίτι όλα ετοιμάζαν, τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταιςτα μέγαρα υπηρέτραις• των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• η άλλητους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 συγκέρνα η τρίτη το κρασίολάργυρον κρατήρα, γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν μ' άλλατον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.

Εσήκωσε το προσκέφαλόν και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπεν. Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδαν ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γείνει άφαντον. Κρύος ιδρώς τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε. — Μάννα μου! μάννα!