United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Ειπέ μου, πώς δύναται ο κόσμος να περικλείη συνάμα τον Παύλον Ταρσέα και τον Καίσαρα; Σε ερωτώ τούτο, διότι αφού ήκουσα την διδασκαλίαν του Παύλου και διήλθον την εσπέραν εις του Νέρωνος, κατ' αρχάς μας ανέγνωσε το ποίημά του «η Πυρπόλησις της Τροίας» και παρεπονέθη διατί να μη ίδη ποτέ πόλιν καιομένην.

Εις το τέλος όμως τα αισθήματά του και αι σκέψεις του, συγκρατηθέντα προς στιγμήν, εξέσπασαν εις χείμαρρον λόγων. Επανέλαβε με περισσοτέρας λεπτομερείας την διήγησιν των συμβάντων, και παρεπονέθη ότι ενέπεσεν εις χάος, όπου έχασεν, εκτός της ησυχίας του, το χάρισμά του να διακρίνη τα πράγματα και να τα εκτιμά κατ' αξίαν.

Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωσε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδιών. Αύται της απήντησαν ότι να «κυττάζη τη δουλειά της, και να μην κάμη κουμάντο 'σε ξένο βιο».

Με σιγηλή θλίψη, εις την οποίαν μου εφάνη ότι διέκρινα κάτι το περίφοβο, μου απεκρίθη ο άνθρωπος στην αρχή στας ερωτήσεις μου· αλλά μετ' ολίγον πιο ανοιχτά, ως να ανεγνώρισεν έξαφνα, τον εαυτόν μου και εμέ, μου ωμολόγησε τα σφάλματά του, μου παρεπονέθη για την δυστυχία του. Αν μπορούσα, φίλε μου, να υποβάλω στην κρίση σου κάθε του λέξη!

Γι' αυτό παρεπονέθη τώρα ύστερα προς την αυλήν, και ο υπουργός μου έκαμε μια μαλακή μεν επιτίμησι, αλλ' ήτο μολαταύτα επιτίμησι, και εκόντευα να ζητήσω την παραίτησίν μου, όταν έλαβα απ' αυτόν μιαν ιδιωτική επιστολή, μιαν επιστολή, προ της οποίας εγονάτισα και επροσκύνησα το υψηλό, το ευγενικό και σοφό φρόνημα.

Ούτος κληθείς υπό της δημοτικής αστυνομίας όπως βεβαιώση τον θάνατον, εκύτταξεν επιπολαίως το πρόσωπον του νεκρού βρέφους, παρεπονέθη διατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο έζη, κ' έδωκε το «ενταφιαστήριον», γράψας «εκ σπασμώδους βηχός».

Δεν είνε το πάτημα σύμφωνο με το πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μου έρχεται μακρύτερο, και δεν ημπορώ να πατώ κάτω στερεά. Πρόθυμος η γειτόνισσα έφερεν αμέσως το πάτημα του εργαλειού ακριβώς εις όσον μάκρος εχρειάζετο. — Ωραία τώρα πηγαίνει, είπε και ξαναήρχισε.

Υπεσχέθην, αλλ' ελησμόνησα την υπόσχεσίν μου. Τον συνήντησα εκ νέου και μου παρεπονέθη ότι τον ελησμόνησα. Άλλην δε ημέραν, καθ' ην με είδε διερχόμενον εις το αυτό μέρος και η δούλα ήτο πάλιν εις το παράθυρον, μου εφώναξεν εξ αποστάσεως: — Ακόμη να γράψης για το θέατρο. Κάμε μου τη χάρι να γράψης δυο λόγια. Στη μπαρούτη πούχομε φάει μαζή στην Κρήτη!