United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.

Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 «Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».

Η Ιζόλδη τον ακολούθησε με το μάτι κι' όσο μπορούσε να τον κυττάζη μακρυά, δεν εγύρισε καθόλου το πρόσωπό της. Με την είδησι του συμβιβασμού, μεγάλοι και μικροί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν αθρόοι έξω από την πόλι να υποδεχτούν την Ιζόλδη. Καταλυπημένοι για την ιστορία του Τριστάνου, χαιρέτιζαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιστροφή της Βασίλισσας. Η καμπάνες χτυπούσαν.

Διέκοψεν ήδη ο πλοίαρχος, αντιληφθείς αίφνης ότι τ' απόνερα της σκούνας εσχημάτιζον πάλιν τεθλασμένην μακράν γραμμήν. Μετ' ολίγον έπαυσε και ο νεανίας να κυττάζη την νήσον, ήτις, αγνώριστος πλέον, είχε διαιρεθή υπό της αποστάσεως εις τρεις μικράς νησίδας ξένου αρχιπελάγους.

Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την θέλησιν της βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει να κυττάζη κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με ερμηνεύεις; Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω πως έσφαλα εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε καλύτερον να χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην δύο υποκειμένων τόσον ασχημοτάτων.

Η κόρη της η Δελχαρώ, είδε την ανησυχίαν της, κι' άρχισε να κυττάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε. — Μάνα! Μάνα! — Τι είνε; — Έλα να ιδής! — Τι; — Δυο ταχτικοί στέκονται και κυττάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας . . . Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο.

Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωσε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδιών. Αύται της απήντησαν ότι να «κυττάζη τη δουλειά της, και να μην κάμη κουμάντο 'σε ξένο βιο».

Εκεί αιφνιδίως ήλθε πλησιέστατα εις τον Ρούντυ μία νέα κόρη. Δεν είχε παρατηρήσει την κόρην προτήτερα, παρά μόνον, όταν ήλθε εντελώς κοντά εις το πλευρόν του. Ήθελε και αυτή να ανεβή επάνω εις τους βράχους. Της κόρης τα μάτια εξήσκουν ιδιάζουσαν επιβολήν· ηναγκάζετο κανείς να κυττάζη εξάπαντος μέσα εις αυτά· ήσαν όλως διόλου παράξενα, διαυγή σαν κρύσταλλος, βαθιά, βαθιά, ατελεύτητα.

Ούτε θα δώση εις τους τυχόντας, διά να έχη να δίδη εις όσους πρέπει και όταν πρέπη και δι' ό,τι είναι καλόν, είναι δε ιδιότης του ελευθερίου και να είναι υπερβολικός εις τας δωρεάς του, ώστε να κρατή ολιγώτερα διά τον εαυτόν του. Δηλαδή το να μη κυττάζη τον εαυτόν του είναι ιδιότης του ελευθερίου. Λέγεται δε η ελευθεριότης αναλόγως της περιουσίας.