United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοι κρατούν κεριά, άλλοι σε κεραμίδες θυμίαμα κι άλλοι λάδι στις μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπούνται, δακρύζουν οι γριές κι όλοι κυττάζουν, ξανακυττάζουν το κόνισμα. Κανείς δεν ξέρει τι άγιος είνε· κανείς δε νοιώθει τι θάμα παρασταίνει.

Όσοι, φίλε, σε κυττάζουν, Και να παρασκυθρωπάζουν, Δεν μπορούν να κρατηθούν, Να γελάσουν θα βαλθούν· Γιατί είσαι άξιος γέλιου, Κάδε ίδος περιγέλιου, Ή μιλείς ή σιωπάς, Ή χοντρογελοκοπάς. Μ ω ρ ό σ φ ο ς Πως ο Πάνσοφος εξέχει Με το πνέμα αυτό που έχει, Φανερά τ' ομολογώ· Και πως δείχνει νου και φρένας Σπάνια να 'χη κι' άλλος ένας, Συμφωνώ μ' εσάς κι' εγώ.

Η κόρη της η Δελχαρώ, είδε την ανησυχίαν της, κι' άρχισε να κυττάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε. — Μάνα! Μάνα! — Τι είνε; — Έλα να ιδής! — Τι; — Δυο ταχτικοί στέκονται και κυττάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας . . . Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο.

Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον, Και οχ της αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον, Τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτια μάχη Που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχη. 360 Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι, Ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν, Μον το σημάδη καρτεράν· να χτυπηθούν κυττάζουν.

Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζωοι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.

Όλοι το ηλιοβασίλεμμα κυττάζουν το πανώρηο, Κ' η κόρη οπώχει τον καϊμό τους κάμπους αγναντεύει, Να ιδή κοπάδια αν έρχωνται κι' αν κούγωνται τρουκάνια. Ουδέ κοπάδια φαίνονται κι' ουδέ τρουκάνια ηχούνε.

Αι παρειαί σου είνε ήδη στρογγύλαι και ροδοκόκκινοι και έπαυσαν να σε κυττάζουν οι νεκροφόροι και συ να προσέχης εις αυτούς. Μετ' ολίγον δε αποκαλύπτεσαι και συ μηχανικώς και παρέρχεσαι αδιάφορος προ των δυστυχισμένων νεκρών, προς τους οποίους ουδέν πλέον αισθάνεσαι κοινόν. Ο καιρός εξακολουθεί το έργον του.

Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη. — Και κυττάζουν κατά δω; — Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα. Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της. Η Μαρούσα την ώκτειρε.

Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα. — Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω. — Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.