United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νυξ προυχώρει και εγώ, κατεχόμενος υπό πικροτάτων σκέψεων, ων αντικείμενον είναι εκείνη, η μοναδική μου υπερτάτη λατρεία, έμενα με το βλέμμα προσηλωμένον επί του πτώματος της Ροβένας. Θα ήτο περίπου μεσονύκτιον, ότε αίφνης διέκοψε τους ρεμβασμούς μου λυγμός τις, ταπεινός και ελαφρός, αλλά λίαν ευδιάκριτος, από της νεκρικής κλίνης.

Και ο λυγμός του ήταν τόσο δυνατός που η νεωκόρισσα τον πλησίασε με τη σκούπα. «Έφις, τι έχεις; Είσαι άρρωστοςΓούρλωσε τα τρομαγμένα του μάτια και νόμισε ότι βλέπει ακόμη την Καλίνα με το λοστό να του φωνάζει: «Φονιά!». «Έχω πυρετό….. Μου φαίνεται θα πεθάνω.

Η όψη του άλλαξε για μιας· έγινε γλαρή και παθητική σα να κύτταζε ερωμένη. Έπειτα μάλαξε το μέτωπό του, έσυρε το χέρι στα μαλλιά του, στύλωσε τα μάτια του στα κούφια και με δυνατή φωνή και παράδοξες χερονομίες άρχησε ν' απαγγέλλη : — Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και .... Του ήρθε δυνατός λυγμός κ' έκοψε την απαγγελία του.

Βοήθεια! αντήχει η κραυγή των πενθίμως εις όλην την κοιμωμένην κώμην επάνω, ως λυγμός θρηνούντων. Η βία του σιρόκου ήτο ακατάσχετος, τα κύματα, υπερπηδήσαντα μετ' ολίγον τα κρηπιδώματα της προκυμαίας, επλημμύρησαν την αγοράν, περιλούσαντα τα προαύλια των μαγαζείων και τους ωραίους ευκαλύπτους της παρά την αποβάθραν μικράς πλατείας.

Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζωοι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.

Και εγώ εβυθίσθην εκ νέου εις τας περί Λιγείας ονειροπολήσεις μου, ότε και πάλινβεβαιωθήτε ότι ακόμη φρικιώ ενώ χαράττω τας γραμμάς ταύταςπροσέβαλε το ους μου λυγμός από της κλίνης προερχόμενος.

Η φυλακή έχει σίδερα κι όξω Σκοποί φυλάνε, Θέλω για νάρθω να σε ιδώ και τους Σκοπούς φοβάμαι. Έβγαινε κλαψάρικο, κ' έρεε συρτό των πονεμένων καταδίκων το τραγούδι. Ήταν πικρός, κ' ήταν παραπονιάρικος ο αχός του. Έμοιαζε αρώστου αγγελόκρουσμα γλαρό, κ' ήταν του πόνου ακράτητο ξεχείλισμα, μαράζι ήταν κ' εξεθύμαινε και της απελπισιάς λυγμός και ρόγχος,

Χωρίς να το νοιώθω απάγγελνα στίχους κ' ένας σπασμωδικός λυγμός έσφιγγε το λάρυγγά μου, σα να ήθελε να με πνίξη, και για νανασάνω έσκυψα από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταζα την τοποθεσία, όπου γνώριζα κάθε άποψη, κάθε καμπή του δρόμου. Από τις πέτρες, όπου σκόνταβε το αμάξι, ένοιωσα πως είχαμε στρήψει στο μονοπάτι, που έφερνε στην κατοικία μου.