United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.

Είπε μόνος του : «δεν είνε τίποτα, είνε ο άνεμος μέσα εις το τζάκι ή το κάτω κάτω ένας ποντικός που τρέχει εις το πάτωμα», ή το περισσότερον : «είνε αναμφιβόλως απλούστατα η κραυγή ενός γρύλου». Ναι: έκαμε τα αδύνατα των αδυνάτων να λάβη θάρρος με τοιαύτας υποθέσεις. Αλλ' απέβησαν εις μάτην.

Εκεί κατά του Μακρυγιάννη τα παιδάκια της συνοικίας, παρατεταγμένα εκατέρωθεν της οδού ή προβάλλοντα εκ των θυρών και των παραθύρων γελαστάς μορφάς, φωνάζουν προς τον τροχιόδρομον, με συρτήν φωνήν: — Στράτα! Στράτα! Αίφνης ακούεται θρηνώδης κραυγή. — Χριστός και Παναγία! αναφωνεί κάποια κυρία, θάκοψε κανένα.

Τρέχουν προς το μέρος οπόθεν ήλθεν η κραυγή και μετ' ολίγον ανακαλύπτουν κλουβί μέγα, το οποίον επέπλεεν εις τα νερά και, συγκρατηθέν κάπου, διετηρείτο εις ισορροπίαν. Εντός του κλουβιού ευρίσκετο ωραίος παπαγάλος, όστις, ιδών τους νέους, επανέλαβε το παράγγελμα με φωνήν στρατιωτικού φασουλή: — Φέρτε αρμ!

Κάπου πηδούν ψηλά ραϊδιά, κάπου σουράει ο τράγος, Κι' αντιλαλούν σπηλιαίς, γκρεμοί το ποδοβολητό τους. Ξαγνάντισαν σε μια πλαγιά. Ξάφνου κραυγή αντιχάει Κι' ο αητός χουμάει βαρύς, γοργός σαν αστραπή που πέφτει Μέσ' 'ς του στερνού το μέτωπο τα νύχια του καρφώνει Και το χτυπάει με το ραμφί, με τα φτερά το δέρνει.

Βοήθεια! αντήχει η κραυγή των πενθίμως εις όλην την κοιμωμένην κώμην επάνω, ως λυγμός θρηνούντων. Η βία του σιρόκου ήτο ακατάσχετος, τα κύματα, υπερπηδήσαντα μετ' ολίγον τα κρηπιδώματα της προκυμαίας, επλημμύρησαν την αγοράν, περιλούσαντα τα προαύλια των μαγαζείων και τους ωραίους ευκαλύπτους της παρά την αποβάθραν μικράς πλατείας.

Πώς εσύ μπορείς να κοιμηθής ήσυχος; Η κραυγή των απεράντων αγωνιών με εμποδίζει ν' αναπαυθώ. Είναι πολύ, δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την θέαν. Σήκω! Έλα μαζί μου εις την νύκτα έξω και άφησέ με να σου αποκαλύψω τους τάφους. Δεν είναι αυτό ένα δυσάρεστον θέαμα; Ιδέ! Παρετήρησα.

Εις την εκπλήρωσιν ιερού καθήκοντος έξαφνα έρχεται να τον διακόψη αίσθησις πληκτική και τον εξαγριόνει· νομίζει ότι ακούει την φωνήν του αδελφοκτόνου ο οποίος κρύβεται αυτού διά να μάθη το μυστικόν του· σκέψις εδώ δεν μεσολαβεί· ήλθε, νομίζει, η στιγμή να εκτελέση την φοβεράν εντολήν του, και κάμνει τον φόνον, ως να εφόνευε δειλόψυχον και κακοποιόν ερπετόν· και ήδη πιστεύει ότι η τιμωρία έγινε· ο κακούργος κείται αυτού νεκρός· μόνον της μητρός του η κραυγή του δίδει αφορμήν να επιζητήση την λύσιν φοβεράς απορίας, η οποία απ' αρχής εβασάνιζε την φιλόστοργον καρδίαν του, δηλαδή μήπως η μητέρα του συνέπραξεν εις τον φόνον του πατρός του· διά τούτο την δοκιμάζει με απότομον σκληρόν υπαινιγμόν·

Στιγμήν τινα, όταν ο άνεμος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυμάτων και από τους συριγμούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας. Δύο ή τρεις θαλασσινοί κατοικούντες εις το παραθαλάσσιον, σιμά εις την προκυμαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των και εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειμαζομένα πλοία.

Ούτω και η Ιωάννα, αφού παντοιοτρόπως, διά ζηλείας, ψυχρότητος, ιδιοτροπιών και άλλων γυναικείων εφευρέσεων εβασάνιζε τον δυστυχή Φρουμέντιον, ωργίζετο έπειτα κατ' αυτού, αν κραυγή οδύνης εξέφευγε των χειλέων του εν μέσω των παντοίων τούτων βασανιστηρίων ή αν εν τη αδημονία του εδείκνυε τους γρόνθους ή την θύραν του κελλίου είς τινα των αντεραστών του.