United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.

Και ένα θεοκάραβο αγκυροβολημένον κάτω εκεί, μου φαίνεται ωσάν να είναι βάρκα, και 'σάν φελλόν την βάρκα του την διακρίνω μόλις. Εδώ επάνω η βοή δεν φθάνει των κυμάτων, που σπάνουντην ακρογιαλιά και βράζουντα χαλίκια τ' αμέτρητα κι' αναίσθητα. — Δεν ξαναβλέπω κάτω, μη μου γυρίση η κεφαλή και ζαλισθή το φως μου και πέσω κατακέφαλα! ΓΛΟΣΤ. Βάλε μ' εκεί 'πού στέκεις.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Ακούστηκε σε λίγο από μέσα από το μαγαζάκι η ξενική φωνή του Άγγλου να διατάζη στο μάγειρα, και τα παιδιά του μαγαζιού όσα είταν όξω, έτρεξαν πρόθυμα κι αυτά στους νέους ξένους. Πέρασε κάμποση ώρα. Οι εργάτες των ανασκαφών προτού να καλοφάγουν ακόμα, πήραν τα ξινάρια τους και τα τσαπιά τους, και πνιγμένοι στον ιδρώτα, με τον φλογερό ήλιο κατακέφαλα, μπήκαν πάλι στη δουλειά.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα. . . Ά! να είσαστε κει πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζευτήκανε γύρο μας όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκαρφώνανε τα σίδερα, και λύνανε τους αρμούς από τις μηχανές, πως όλ' οι αγέρηδες τρέξανε κει με τα πιο στριγγά σφυρίγματα τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά. . . Πάει το μηχανοστάσιο κ.

Ποιος δε θανοίξη τα μάτια του για να διή τι απόγινε μια γλώσσα που τη μιλούσαν ο Περικλής κι ο Σωκράτης στη μικρούτσικη τη χώρα που γέμισε τον κόσμο; Τόντις αξίζει τον κόπο να πέση κανείς κατακέφαλα σε τέτοια σπουδή. Τόσο το καλήτερο αν μπορεί να βγη από κεί μέσα κανένα όφελος για τα ιστορικά, εθνολογικά, ή φιλοσοφικά ζητήματα, που σήμερα κυριέβουν ολωνών την προσοχή στην Εβρώπη.

Και ότε την έτυπτε κατακέφαλα με τους όμβρους της και ότε την εδρόσιζε με τα ζωογόνα μαϊστράλιά της, είτε την αφήρπαζεν εις τας καταιγίδας της είτε της χαλάρωνε τας δυνάμεις όλας διά του λιβός της, αύτη δεν παρεπονείτο καθόλου, αναγνωρίζουσα υπομονητικώς την εξουσίαν και τα δικαιώματά της.

Το κίνημα των οργανωμένων ραγιάδων θα ξεσπάσει σίγουρα έπειτα και στην Ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία, χτυπώντας και κει κατακέφαλα κάθε παλιανθρωπάκο και τυραννίσκο, που θα θελήσει, άμα ελευτερωθούν και αυτοί να τους εκμεταλλευτεί. Αλλά κάνω και ένα άλλο ακόμη. Επειδή πιστεύω, όπως ο κ.

Λέγοντας η βασίλισσα αυτά τα λόγια επέρασεν έμπροσθέν μου, όπου ήμουν κρυμμένος εις τον ίσκιον των πυκνών δένδρων· και ενώ ο αγαπητικός της ήτο προς το μέρος μου, του έδωσα μίαν σπαθιάν εις τον λαιμόν με όλον μου τον θυμόν, και τον επλήγωσα θανατηφόρα· αλλ' αυτήν την ελυπήθην, διότι ήτον εξαδέλφη μου· και όταν έπεσεν ο μοιχός κατακέφαλα ενόμισα ότι τον εφόνευσα ολοτελώς· και ευθύς χωρίς να με γνωρίση η βασίλισσα έφυγα με μεγάλην ορμήν.

Αλλά αυτός δεν είχε μάθει να αναρριχάται και εκινδύνευσε να πέση, κατακέφαλα μέσα εις το ρεύμα· όμως την εγλύτωσε με βρεμένα μανίκια και πιτσιλισμένα τα πανταλόνια· μουσκεμένος και με ιλύν πιτσιλισμένος έφθασε κάτω από το παράθυρον της Μπαμπέττας· εδώ εσκαρφάλωσε επάνω εις την γηραιάν φιλύραν και ήρχισε να μιμήται την φωνήν της κουκουβάγιας, γιατί δεν εγνώριζε κελάιδημα άλλου πουλιού να μιμηθή.