United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και μόνη της μούρθε η φοβερή υποψία. Τόσα μούχαν πη για την κολλητικότητα του χτικιού, ώστ' επόμενον ήτο, άμ' αρρώστησα και μάλιστα με πυρετό, να μου γεννηθή ο φόβος ότι κόλλησα την ασθένεια που λυόνει ζωντανούς τους ανθρώπους και τους κάνει πτώματα πριν ναποθάνουν.

ΙΩΝ Ώ Κηφισέ πατέρα, με το κεφάλι ταύρου, πώς γέννησες ετούτη τη φοβερή οχιά, το φείδι με τα μάτια που τέτοιες φλόγες βγάζουν, και όλα τα τολμάει αυτή, όπου δεν έχει απ'της Γοργόνας το αίμα λιγώτερο φαρμάκι που γήρευε με κείνο για να σκοτώση, εμέ! Είχα καλή την τύχη, πριν στην Αθήνα φθάσω χαμένος να μην πάω από τη μητρυιά!

Έτσι οργισμένος έφυγε ο γέρος πίσω πάλι, 380 κι' ο Φοίβος τότες ξάκουσε του γέρου την κατάρα, τι είταν αγαπημένος του πολύ, και στους Αργίτες έρηξε αρρώστια φοβερή, που απανωτοί οι στρατιώτες πεθαίναν, κι' έπεφταν παντού οι θεϊκές σαΐτες μέσα στον κάμπο τον πλατύ.

Αρκεί να μ’ αφήσουν ήσυχο, εκείνες. Εγώ δεν ήρθα για να τις εκμεταλλευτώ, ούτε να ζήσω εις βάρος τους. Α, η θεία Νοέμι είναι φοβερή!», αναστέναξε ξαφνικά κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. «Α, Έφις, είμαι τόσο πικραμένος!

Μπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη. ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει, ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115 μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει. αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης• μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη, μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας μόνον εμέ, και μ' άφησετο σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120 όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα• ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125 και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν. αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν• τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130 ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο. εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».

Όλο το διάστημα βρισκόμουνα σε φοβερή ένταση και το θάρρος μου άρχισε να πέφτη όταν περάσαμε την Γκαίτεμποργ και είδα τον αφρό της θάλασσας να σπάζη σταγαπημένα μου περιγιάλια.

Φοβερή κατάρα το κομμάτιασμα εκείνο, που απ' αρχής τονέ χαντάκωσε τον Ελληνισμό. 2 Ρωμαϊκός φιλελληνισμός

Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη!

Εκεί που κοιμώμουν, άκουσα ένα μεγάλο σιουμάλισμα και μια φοβερή ταραχή. Βρέθηκα μέσα στη μέση του ανεμοστρόβιλου. Προσπάθησα να φύγω... του κάκου! Είμουν σαν πισταγκωνισμένος. Έκανα να μιλήσω... και δεν είχα φωνή!