Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Εκεί που κοιμώμουν, άκουσα ένα μεγάλο σιουμάλισμα και μια φοβερή ταραχή. Βρέθηκα μέσα στη μέση του ανεμοστρόβιλου. Προσπάθησα να φύγω... του κάκου! Είμουν σαν πισταγκωνισμένος. Έκανα να μιλήσω... και δεν είχα φωνή!
— Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μούπες;... — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα κάνω. — Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση. Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη.
Κει 'πού κοιμώμουν 'ς τον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα, ήλθε 'ς την ώραν της μεγάλης μου ησυχίας ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου , και 'ς των αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει, 'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνει 'ς όσαις πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα, και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσα 'ς το γάλα ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτό 'ς εμέ συνέβη· και ξάφνου επάνω 'ς όλο τ' ομαλό κορμί μου εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα , 'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην.
Ιδού, πώς αδελφός τα πάντα, ενώ κοιμώμουν, ζωήν, κορώναν και βασίλισσαν μου επήρε. Εκόπην μέσα 'ς τ' άνθος των αμαρτιών μου, χωρίς να ετοιμασθώ, χωρίς να λάβω μύρον , χωρίς μετάληψιν, χωρίς να διορθώσω την ψυχήν μου, αλλά λόγον μ' έστειλαν να δώσω σκυμμένος απ' το βάρος των ελλείψεών μου. Ω φρίκη! ω φρίκη! ω φρίκη!
Συλληφθείς ζων, διά προδοσίας προσεφέρθησαν μετά του αδελφού του Γεωργίου εις τον πασάν της Ηπείρου και έλαβον παρ' αυτού ποινήν σκληροτάτην, την της κρεμάλας. Μεταφέρομεν τον αναγνώστην εις το ακόλουθον δημώδες ψαλλόμενον άσμα. Απόψε είδα 'ς τον ύπνο μου 'ς τον ύπνο που κοιμώμουν Θολό ποτάμι πέρασα, θολό και ματωμένο. Κι' ουδέ 'πό πέρα διάβηκα κι' ουδέ 'πό 'δώθε βγήκα.
Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας• «Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη! τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, 340 και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι, 'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη».
Λοιπόν άκουσε, Αμλέτε· ειπώθη κ' επιστεύθη ότι 'ς τον κήπον μου, ενώ κοιμώμουν, φίδι μ' επλήγωσεν· ιδού, πώς όλην την Δανίαν με πλαστόν τρόπον του θανάτου μου απατήσαν· αλλά μάθε, ω γενναίε, 'πού το φίδι εκείνο που του πατρός σου την ζωήν πλήγωσε, τώρα φορεί το στέμμα του. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω προφήτισσα ψυχή μου! Ο θείος μου;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν