United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας κατεβούμεν εις την λέμβον. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Προσέξατε μη πέσετεΕγώ δεν εξέρχομαι Μηνά. ΜΗΝΑΣ. Όχι, έλα εις το δωμάτιόν μου. Εμπρός τύμπανα! σάλπιγγες! αυλοί! εμπρός! Ας ακούση ο Ποσειδών πόσον πανηγυρικώς χαιρετίζομεν τους μεγάλους τούτους άνδρας. Παίξατε, παίξατε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ουρά!! Να το καπέλο μου! ΜΗΝΑΣ. Ουρά! Έλα, γενναίε μου αρχηγέ!

Ο υιός σου Πάκορος, Ορόδη, πληρώνει τον θάνατον του Μάρκου Κράσσου. ΣΙΛΙΟΣ. Καταδίωξε τους φυγάδας Πάρθους, γενναίε Βενδίδιε, εφ' όσον το ξίφος σου αχνίζει από Παρθικόν αίμα.

Ω! ούτε καρδία, ούτε γλώσσα, ούτε εικών, ούτε συγγραφεύς, ούτε αοιδός, ούτε ποιητής, δύναται να αισθανθή, να εκφράση, να παραστήση, να γράψη, να ψάλη ή να εξυμνήση την αγάπην του προς τον Αντώνιον· ως προς τον Καίσαρα, κλίνατε, κλίνατε το γόνυ, και θαυμάσατε! ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Αγαπά αμφοτέρους. Χαίρε, γενναίε Αγρίππα. ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Χαίρε, ανδρείε στρατιώτα· σου εύχομαι καλήν τύχην.

Σε προσκαλώ δε να έλθης, ίνα ίδης την αδελφήν μου· θα σε οδηγήσω προς αυτήν κατ' ευθείαν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Λέπιδε, μη μας στερήσης της παρουσίας σου. ΛΕΠΙΔΟΣ. Ουδέ ασθένεια θα με ημπόδιζε, γενναίε Αντώνιε. ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καλώς ήλθες εξ Αιγύπτου, φίλε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ο λαμπρός Μαικήνας, το ήμισυ της καρδίας του Καίσαρος! Ο αξιότιμος φίλος Αγρίππας! ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Φίλε Αινόβαρβε!

Ύπαγε να του ειπής, Μαρδιανέ, ότι ηυτοκτόνησα, και ότι η τελευταία μου λέξις ήτο «Αντώνιος»· σε παρακαλώ δε να το προφέρης με τρόπον, ώστε να τον συγκινήσης· πήγαινε, Μαρδιανέ, και επίστρεψε να μου ειπής πώς εκλαμβάνει τον θάνατον μου. — Υπάγωμεν εις το μνημείον. Άλλο δωμάτιον, ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΕΡΩΣ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Με βλέπεις ακόμη, Έρως; ΕΡΩΣ. Ναι, γενναίε στρατηγέ.

Η ακροσφαλής κατάστασις και η επερχομένη διάλυσις του μεγαλείου του Αντωνίου εκτυλίσσονται θαυμασίως εν τω διαλόγω μεταξύ αυτού και του Έρωτος: Αντώνιος : Με βλέπεις ακόμη, Έρως; Έρως : Ναι, γενναίε στρατηγέ! Αντώνιος : Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον μορφήν δράκοντος, Άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα.

Ω πολλά γενναίε Αμπτούλ, εφώναξεν ο Καλίφης πόσον ευτυχισμένος που θέλει είνε ο λαός της Μπάσρας, εις το να σε έχη διά βασιλέα του; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Αμπτούλ, κάνει χρεία να σας παρακαλέσω διά μίαν άλλην χάριν, να δώσης του Αλή τον θρόνον, που εις εμένα διορίζεις, διά να βασιλεύη με την γυναίκα του την βεζυροπούλαν, που έλαβε τόσην ευσπλαχνίαν να μου γλυτώσουν την ζωήν.

Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω.

Λοιπόν άκουσε, Αμλέτε· ειπώθη κ' επιστεύθη ότιτον κήπον μου, ενώ κοιμώμουν, φίδι μ' επλήγωσεν· ιδού, πώς όλην την Δανίαν με πλαστόν τρόπον του θανάτου μου απατήσαν· αλλά μάθε, ω γενναίε, 'πού το φίδι εκείνο που του πατρός σου την ζωήν πλήγωσε, τώρα φορεί το στέμμα του. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω προφήτισσα ψυχή μου! Ο θείος μου;

Εμπρός, ω βασιλεύ, γενναίε από το φυσικό σου, φέρε σιμά μου τις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάλη καθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω, θα μου φανή να τις έχω εμπρός μου σαν όταν έβλεπα. Τι λέγω; Δεν τις ακούω Αθάνατοι εδώ σιμά μου να χύνουν δάκρυα; Μ’ ευσπλαχνίσθη ο Κρέων κ’ εδώ μου τα ’στειλε τα πλέον αγαπημένα, τα δυό γλυκά παιδιά μου. Λέγω καλά; ΚΡΕΩΝ Σωστά.