United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φύση δε σου χάρισε Καρδιά να μη πονάς. Τηράς την ψεύτραν Άρτεμι; Δεν ξέρεις, σε γελάει, Και με τον Ενδυμίονα Κρυφά συχνομιλάει. Τη νιότη χάρου, Κόρη μου, Ογλήγορα απανθεί, Και αφού τινάς την έχασε, Χαμένα την ποθεί· Ή ζήσω τη ζωή μου μεγάλος και λαμπρός, Ή πάλι την περάσω σε φτώχια και μικρός, Μη θέλα βρω στο τέλος σ' εκείνα διαφορά; Και το 'να και το άλλο θα πάψουν μια φορά.

Περί τα εκατόν παιδία του δρόμου ανυπόδητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μίαν πεντάραν το έν ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαυσαν να φωνάζουν σπαρακτικώς: Ζήτω οι καλοί πατριώταις! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυρωσύνη!

Ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν ηυχαριστήθη πολύ ιδών τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον επιβαίνοντα της αυτής λέμβου μετά δύο άλλων υποψηφίων. Επεθύμει και ήλπιζε να τον έβλεπεν επί χωριστής λέμβου πλέοντα.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Η ημέρα ήτο μάλλον δροσερά ως εκ του πνέοντος βορείου ανέμου· επί της κορυφής δε του λόφου ο βορέας εφύσα μάλλον ψυχρός, και την προσέγγισιν του χειμώνος αισθαντικώς υπενθύμιζεν. Ότε επί του λόφου εφθάσαμεν, ο λαμπρός δίσκος του ηλίου επλησίαζε να κρυφθή υπό τον ορίζοντα, ο δε Γεροστάθης επροκάλεσε την προσοχήν μας επί του μεγαλοπρεπούς τούτου φαινομένου.

Τα λιθοσώρια οπ' άσπριζαν ολονυχτής στο βουνό απάνου, λαμποκοπούσαν τώρα στο περιαύλι της εκκλησιάς· και γύρα τους ολόρθος ο κόσμος του χωριού, ξεφορτωμένος και κατακόκκινος και χαριτωμένος κι ώμορφος και λαμπρός, εδέχονταν με χαρές και με παινετικά λόγια τους αντρειωμένους, οπού στερνοί στερνοί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους των ώμους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαριοκομμένους βράχους.

Εν τω μεταξύ ο Λάμπρος μετά των δύο συντρόφων του ανέβησαν εις του γέροντος πορθμέως μπάρμπα-Διοματάρη, εις καλύβη ανώγεων μετά μικρού σοφά, όπου εύρον τον γηραιόν ναυτικόν καθήμενον, αν και ήτο θέρος ήδη, παρά την εστίαν, καπνίζοντα ελεεινόν καπνόν με την πίππαν του, και θερμαίνοντα τας δύο κνήμας, ων η μία είχε παγώσει προ ετών εις τον Δούναβιν, και ερεθιζομένη από καιρού εις καιρόν τον καθίστα ανίκανον προς εργασίαν.

Τα στρουγγολίθια, τα κλαριά, μπροστά του ζωντανέψαν Κ' έγειναν όλ' αφεντικά κι' ανθρωπινά του κρέναν: — Λάμπρε, πούνε τα ζωντανά; Λάμπρε, πούνε το βιο μου; — Ο Λάμπρος αλλοφρένιασε κ' έχασε τα ύπατά του. — Ω συμφορά, που μ' έσυρες άστοχε λογισμέ μου! Πάτησα αφεντικού ψωμί κ' έχασα και το βιο του! Είνε το κρίμα μου βαρύ σαν το βουνό του Σμόλκα, Το κρίμα πώκαμα ο ζαβός μες το βρασμό της νιότης.

Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος. — Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία. — Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης. — Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη, Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ. Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες Εντιλαλούνε τους αχούς. 'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζειτο μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες. Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες Γύρω η κορφές.