United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνοιξε το ντουλάπι, έβαλε ούζο στα ποτήρια και κοίταξε τον Έφις με μια φευγαλέα αίσθηση τρόμου, αλλά και εξεταστικά συνάμα για να δει εάν εκείνος έπαιρνε στα σοβαρά τα αστεία του αφεντικού. Ο Έφις όμως ήταν τόσο ταπεινός και σαστισμένος που την έκανε να ξανανέβει επάνω και να πει στη νεαρή συντρόφισσά της: «Εάν αυτός έκανε τα μάγια, τα έκανε καλά. Η τύχη σα σαΐτα πέφτει επάνω τους.

Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.

Στο ζητώ στην ψυχή του αφεντικού σου.» Ο Έφις έγινε σκεφτικός. «Ναι, ένα βράδυ, στο πανηγύρι, μου είπε: θα την παντρευτώ…. Για να σου μιλήσω ευσυνείδητα όμως πιστεύω ότι δεν μπορεί να το κάνει.» «Γιατί; Αυτός δεν είναι ευγενής.» «Επαναλαμβάνω, γυναίκα. Δεν μπορεί!», είπε ο Έφις εντονότερα. «Όσο για λεφτά, έχει∙ αυτό δα φαίνεται. Ξοδεύει ασυλλόγιστα.

Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκειά κι' αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως είμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι' έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'... — Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες; Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

Ζωσμένος το σπαθί του, μ' αμπολυμένα χαλινάρια, — στα τέσσερα, — είχε φύγει ο Γκορνεβάλης από την πολιτεία. Ο Βασιληάς θα τον έψηνε ζωντανό, αντί του αφεντικού του. Απάντησε τον Τριστάνο στο γιαλό κι' ο Τριστάνος φώναξε: «Δάσκαλε, ο Θεός με λυπήθηκε! Α! δυστυχισμένος εγώ! Τι με ωφελεί; Χωρίς την Ιζόλδη, τι μ' ωφελεί; Γιατί καλλίτερα να μην γίνω κομμάτια στο πέσιμο!

Μα όταν στο χέρι ο μαχητής την πήρε Πολυποίτης, τότες όσο σφεντονάει βοσκός αλάργα τη μαγκούρα 845 που με στροφές στροφές περνάει το βοϊδινό κοπάδι, τόσο όλους πέρασε έφκολα. Και χούγιαξε το πλήθος. Τότες σηκώνουνται και παν οι παραγιοί και παίρνουν στα βαθουλά καράβια τους τ' αφεντικού τη σφαίρα. Κατόπι σίδερο ψαρύ των σκοπεφτάδων βάζει, 850 δέκα απιθώνοντας μισά κι' ολόκληρα πελέκια.

Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.

Η Στεφάνα έψαξε μήπως κάτω από το κατώφλι υπήρχε κρυμμένο κάποιο μαγικό αντικείμενο και η Πατσάνα βρήκε μια μέρα μια μαύρη καρφίτσα στο κρεβάτι του αφεντικού….. Ασυνήθιστα πράγματα θα πρέπει να συμβούν.

Είχεν αναχωρήσει από βραδής, αφού ήναψε το κανδήλι του οικίσκου, αντικρύ, όπου έλαμπεν ο φεγγίτης, και δεν του είχεν αφήσει το κλειδί. Ώστε, δυστυχως, δεν ηδύνατο να τους περιποιηθή εις την οικίαν &του αφεντικού&. Ο επιστάτης ήτο νέος χωρικός λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, κομπορρήμων και φλύαρος.

Τα στρουγγολίθια, τα κλαριά, μπροστά του ζωντανέψαν Κ' έγειναν όλ' αφεντικά κι' ανθρωπινά του κρέναν: — Λάμπρε, πούνε τα ζωντανά; Λάμπρε, πούνε το βιο μου; — Ο Λάμπρος αλλοφρένιασε κ' έχασε τα ύπατά του. — Ω συμφορά, που μ' έσυρες άστοχε λογισμέ μου! Πάτησα αφεντικού ψωμί κ' έχασα και το βιο του! Είνε το κρίμα μου βαρύ σαν το βουνό του Σμόλκα, Το κρίμα πώκαμα ο ζαβός μες το βρασμό της νιότης.