Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
— ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'. — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες! Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της. — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία, και ύστερα κρίνε! — Λέγε, γυιέ μ'! — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε! — Βέβια! βέβια!
— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτά χέρια του αφεντικού του.
Θα σου δώσω να πιείς: λίγη ρακή ή ούζο; Στεφάνα, που να σε πάρει η οργή, εδώ είναι ο μνηστήρας σου, Στεφάνα!» Ακούγονταν οι γυναίκες, που χτυπούσαν τα έπιπλα με δύναμη. Τελικά εμφανίστηκε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, με μια πετσέτα του φαγητού στο κεφάλι και μια άλλη στο χέρι, σοβαρή και επιβλητική, ωστόσο, με τα μάτια όλο εγκαρτέρηση στις επιθυμίες του αφεντικού της.
Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δικιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτα χέρια του αφεντικού του. Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω τού μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στα ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».
Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν, Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω, Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.
Τότε οι δυο υπηρέτριες άρχισαν να κακολογούν τις ξαδέλφες του αφεντικού τους. «Όταν πηγαίνω σπίτι τους, με το δώρο μες στο καλάθι, με υποδέχονται λες και πηγαίνω να τους ζητήσω ελεημοσύνη, ενώ εγώ είμαι εκείνη που τους την πηγαίνω! Δεν βλέπεις τι πρόσωπο πεινασμένου έχει ο Έφις; Είκοσι χρόνια τώρα δεν τον πληρώνουν και τώρα ούτε να φάει δεν του δίνουν.
Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, που η μια τον γλύτωσε από τον θάνατο κι' η άλλη του έδωκε χίλια φλωριά, έγεινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε στον τόπο του και στο χωριό του.
Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύο — τρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν