United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.

Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η αστειότης! — Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι; Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών, παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως: — Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;

Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν έν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζύ με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην.

Όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι και θεωρούν ότι αρμόζει εις αυτούς ο τίτλος ούτος να έλθουν εις την Ακρόπολιν, όπου θα γίνη διανομή χρημάτων. Θα δοθούν εις έκαστον δύο μναι και γλύκισμα σησαμωτόν. Εκείνος δε ο οποίος θα επιδείξη την μεγαλειτέραν γενειάδα θα λάβη επί πλέον και ένα καλάθι σύκα.

Α’. ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός ο οποίος της έφερε σύκα. Να το καλάθι. ΚΑΙΣΑΡ. Λοιπόν εδηλητηριάσθησαν; Α’. ΦΥΛΑΞ. Η Χάρμιον αυτή, Καίσαρ, έζη προ ολίγων ακόμη στιγμών ήτον ορθία και ωμίλει· εύρον αυτήν διορθώνουσαν το διάδημα της νεκράς κυρίας της· έπειτα ήρχισε να τρέμη και παρευθύς έπεσεν. ΚΑΙΣΑΡ. Οποία ευγενής αδυναμία!

Εις άλλο καλάθι έβαλε τα σταφύλια της κληματαριάς, στολισμένο και αυτό με άνθη· επήρε μαζί της και τα ολίγα αυγά, τα οποία εσύναζεν από τας όρνιθας του παππού. Εις την αγοράν, όταν είδαν το εύμορφο και καθαρό κοριτσάκι να φθάση, όλοι έτρεξαν ποίος να πρωτοαγοράση όσα έφερνε· μόνον διά τα δύο στολισμένα της καλάθια της έδωσαν δέκα δραχμάς!

Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· «Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου δω μέσα· και μη κάμετετο σπίτι μου ασχημίαις· ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. αλλά να παύσετετα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».

Σαν έφεξε δευτέρα κι ο κόσμος ξεκινούσε να πάη στη δουλειά του, δεν περνούσε πια το δρόμο με το καλάθι η Ασήμω καθώς πάντα, να τραβήξη κατά τα δέντρα, νανταμώση συντρόφισσες, και να κόβουνε και να ράβουνε διαβαίνοντας. Αλλού ταξίδευε τώρα ο νους της. Έπρεπε τώρα να σκαρώση νοικοκεριό, να διαρμίση το σπιτικό της, να βαστάξη και κάποια θέση. Κομμάτι και το βαρύ, να την ψηφάη κι ο κόσμος.

Το κοντόβραδο έρχεται εκεί προς τα παιδιά, τα οποία εν τω μεταξύ δεν είχαν κινηθή, μία νέα γυναίκα με ένα καλάθι εις τον βραχίονά της, και φωνάζει από μακράν: Φίλιππε, είσαι πολύ φρόνιμος. Με εχαιρέτησε, την ευχαρίστησα, εσηκώθηκα, επλησίασα και την ερώτησα αν ήτον η μητέρα των παιδιών.