United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έψαλλε θρηνητικώτατα τώρα ο εφημέριος, κάμνων ακόμη και τας συνήθεις εις το τέλος της παρακλήσεως γονυκλισίας. Αι γυναίκες τον εμιμήθησαν. — Παναΐτσα μου! Λημνιά μου! Εδέετο η Βγένα η καπετάνισσα και εκραύγαζεν: — Η βρατσέρα μου! αυτή είναι . . . . Αυτή είναι. Και ατενίζουσα ολονέν προς τον λιμένα, εις μίαν αίφνης αναλάμψασαν αστραπήν ανεφώνησεν: — Ο καπετάν Βγενιός!

Όταν εμβήκεν η μεγάλη σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μισοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρην της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.

Εμπρός λοιπόν, πώς ημπορεί κανείς να ομιλήση περί θεού χωρίς να οργισθή; Διότι βεβαίως είναι ανάγκη να εχθρεύηται κανείς και να μισή εκείνους, οι οποίοι έγιναν αιτία δι' αυτούς μας τους λόγους και γίνονται ακόμη και τόρα, διότι δεν πείθονται εις τους μύθους τους οποίους ήκουαν από μικρά παιδιά, όταν ακόμη ετρέφοντο με το γάλα από τας τροφούς και τας μητέρας των, οι οποίοι λέγονται με τα παιχνίδια και με τα σοβαρά και μαζί με τας προσευχάς και τας θυσίας και με ακούσματα και με θεαματικάς τελετάς, τας οποίας με πολλήν ευχαρίστησιν παρακολουθεί κανείς όταν είναι νέος, βλέπων τους γονείς του να φροντίζουν δι' αυτάς με μεγάλην προθυμίαν και ως να έχουν απόλυτον πεποίθησιν περί της υπάρξεως των θεών να λέγουν εις αυτούς τας προσευχάς των και τας παρακλήσεις των, και όταν ανατέλλη ο ήλιος και η σελήνη και όταν δύουν ακούοντες και βλέποντες γονυκλισίας και προσκυνισμούς όλων των Ελλήνων και των βαρβάρων όταν κυριεύωνται από διαφόρους συμφοράς, και όταν ευτυχούν όχι πιστεύοντες ότι δεν υπάρχουν, αλλά έχοντες απόλυτον πεποίθησιν ότι υπάρχουν και χωρίς καμμίαν υποψίαν μήπως δεν υπάρχουν οι θεοί.

Το δε έθιμον του αποβάλλειν τα πέδιλα παρά την θύραν, λόγον έχει την μη μίανσιν των ταπήτων, ως προωρισμένων διά τας γονυκλισίας και τας προσευχάς.

Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν έν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζύ με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην.

Λοιπόν έπεσε στα θεωτικά πράγματα. Έκαμε λειτουργίας πολλάς, και αγιασμούς, και παρακλήσεις. Επήρε τα ρούχα του γυιου της, και τα έβαλε να λειτουργηθούν υπό την Αγίαν Τράπεζαν. Επαίδευσε τον εαυτόν της με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας, και γονυκλισίας. Τελευταίον προσέφυγεν εις την χάριν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Αύτη είχε παρά θεού το χάρισμα να διαλύη τας μαγείας και γοητείας.

Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη», αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ' η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας.

Αν είξευρεν ότι τα πάντα εγίνοντο όπως φωτίση τα βήματα της νυκτοπόλου Βεάτης, βεβαίως η Σιξτίνα ήθελε προτιμήσει να μείνη εις το πενιχρόν κελλίον της, να δαπανήση τα βήματα όσα έκαμεν εις τας γονυκλισίας, και να καύση το έλαιον προ της εικόνος της Αγίας Περπετούας μάλλον, ή προ των οφθαλμών της Βεάτης.

Σκυλί σου είμαι, γαττί σου είμαι, αφέντη, μη μου παίρνης το κορίτσι μου. Ειδεχθώς κωμική ήτο η σκηνή αύτη της γονυκλισίας και των ικεσιών του Γύφτου. Οι παρεστώτες δεν ηδύναντο ουδέ να γελάσωσιν, ησθάνοντο δε οίκτον και αποστροφήν. Ο αρχηγός έμεινεν άκαμπτος και δεν απήντησεν εις τας τελευταίας ικευτικάς λέξεις.