United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα προσπαθήσω μολοντούτο να σου μεταδώσω ατελώς τας εντυπώσεις μου, διότι τας έχω νωπάς ακόμη, και μη με συνερισθής, αν σου γράψω άτακτα και συγκεχυμένα, διότι συγκεχυμένον και άτακτον είνε εις την κεφαλήν μου ό,τι ούτε τάξιν ηδύνατο να έχη, πολύ φυσικώς, ούτε ειρμόν, ούτε μέθοδον.

&Προ της του κόσμου δημιουργίας ήσαν το ον, ο χώρος και η γένεσις. Αλλ' εν τω χώρω υπάρχουσι πρώτον τα τέσσαρα στοιχεία λογικώς ειμή χρονικώς, συγκεχυμένα, Άνευ είδους και αριθμού, ύστερον όμως διατάσσονται.&

Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε κατήρχετο και ο παπά-Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενόστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-Γιαννάκης!

Αλλά ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει: — Ποίαν από τας δύο; Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του έλεγε: «Και θέλει ερώτημα

Πώς παρήλθε διά μιας η δικαία οργή του; Πώς μετέβαλε γνώμην και όχι μόνον απεδέχετο την άτοπον και αυθάδη αίτησίν μου, αλλά συναπέστελλε μετ' εμού τους πέντε εκείνους, εκθέτων αυτούς εις βέβαιον κίνδυνον, χάριν της ιδικής μου δίψης. Όλα ταύτα ήρχοντο εις τον νουν μου, αλλά συγκεχυμένα.

Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη», αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ' η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας.

Αχ, διατί να μην ήμουν συνταγματάρχης εις την Ελλάδα, να με κηρύξουν στάσιμον; Και εις τον ιλιγγιώδη εκείνον δρόμον διακρίνω συγκεχυμένα, ως εν ονείρω, ανθρώπους λευκούς, μαύρους, κιτρίνους, ερυθροδέρμους, Κινέζους με κοτσίδαν σειομένην εις τον αέρα, αραπάδες με κουδούνια εις τ' αυτιά και την μύτην, των οποίων το κάτω χείλος σαρόνει το έδαφος, Ινδούς επί αγρίων ίππων, επί κεφαλής των οποίων τρέχει ο Μπούφαλο Μπιλ έφιππος, κραδαίνων δόρυ, πέντε ή έξ σιδηροδρόμους, οι οποίοι σφυρίζουν με όλην την δύναμιν του ατμού των, σύνταγμα αμαζόνων, επισειουσών παράδοξα όπλα, τα οποία οι Έλληνες κατατάσσομεν εις τα σαλατικά, ποδήλατα, φωνογράφους, σπίτια από πεπιεσμένον χάρτην, κινηματογράφους, ηλεκτροσκόπια, προβολείς ηλεκτρικούς!

Πάντα τα άλλα του παλαιού εκείνου χρόνου ήσαν συγκεχυμένα εν τη διανοία αυτής, μόνον η ανάμνησις αύτη έμενε σαφής. Ηκροάσθη πάλιν. Τω όντι, ήτο η φωνή, η φωνή ης τον ήχον δεν είχε λησμονήσει. Οι δύο οδοιπόροι παρετήρησαν ότι είχε σταματήσει η νέα, και η προσοχή των εστράφη προς αυτήν. — Τι τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; είπεν ο ανήρ, ου είχεν αναγνωρίσει την φωνήν η Αϊμά.

Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι. Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Πάντα τα κινήματα του Γύφτου εφαίνοντο αβέβαια και συγκεχυμένα. Τα δε κινήματα του ξένου είχον το ευχερές, το άφροντι και αβίαστον, όπερ ιδιάζει εις τους ανθρώπους τους συνειθισμένους να άρχωσι. Τοιούτος ήτο ο συνοδοιπόρος του Γύφτου. Εκάθισεν ούτος υπό δένδρον τι. Ο Γύφτος έμεινεν όρθιος. Ο ξένος προσεκάλεσεν αυτόν να τον μιμηθή.