United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάντα τα άλλα του παλαιού εκείνου χρόνου ήσαν συγκεχυμένα εν τη διανοία αυτής, μόνον η ανάμνησις αύτη έμενε σαφής. Ηκροάσθη πάλιν. Τω όντι, ήτο η φωνή, η φωνή ης τον ήχον δεν είχε λησμονήσει. Οι δύο οδοιπόροι παρετήρησαν ότι είχε σταματήσει η νέα, και η προσοχή των εστράφη προς αυτήν. — Τι τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; είπεν ο ανήρ, ου είχεν αναγνωρίσει την φωνήν η Αϊμά.

Ο κοιτών εφωτίζετο υπό λυχνίας καιούσης προ της εικόνος του χρίστιανισθέντος Πριάπου, η δε Ιωάννα ημίγυμνος ως θεά του Ολύμπου και ωραία ως εκείναι, παρίστα εικόνα τοσούτω θελκτικήν, ώστε προ αυτής ο Άγ. Αμούν ήθελε λησμονήσει τους όρκους του και ο Ωριγένης την συμφοράν του και αυτός, νομίζω, ο Θεμιστοκλής το τρόπαιον του Μιλτιάδου.

Αλήθεια; είπε. Με συγκίνησε τόσο το πως η γυναίκα μου πίστευε πως είχα λησμονήσει ή είμουνα στο δρόμο να λησμονήσω, ώστε ο πόνος μου ξέσπασε και δεν άκουγα και δεν έβλεπα άλλο τίποτε παρά εκείνο που αιστανόμουνα ο ίδιος και κείνο που με βασάνιζε. Της διηγήθηκα πόσο άχαρο μου φαίνεται τώρα το σπίτι μας, από τότε που έλειψε ο Σβεν.

Ήναψα τεμάχιον λαμπάδος εκ κηρού μετρίως νοθευμένου, την οποίαν είχον αγοράσει την προτεραίαν εις την πολίχνην, την είχα δε κόψει εις τέσσαρα τεμάχια χάριν ευκολίας, και περιτυλίξας εις χαρτίον, την είχα βάλει εις το θυλάκιόν μου. Την προλαβούσαν νύκτα είχα λησμονήσει εις το θυλάκιόν μου τα τεμάχια της λαμπάδος.

Κ' είδα πως από όλα όσα μου είπε, είχα φυλάξει στο νου μου εκείνα που έπρεπε να λησμονήσω κ' είχα λησμονήσει ίσια ίσια εκείνα, που έπρεπε να μου είχανε τυπωθεί στη μνήμη περσότερο απ' όλα. Είχα φυλάξει ό,τι ταίριαζε με τους πόθους μου και λησμόνησα όλα όσα είταν ενάντια σ' αυτούς.

Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Είχον σταματήσει εκεί και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνη τον Αγγελήν.

Το τοιούτον λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, δεν είναι κάποια ξαναενθύμησις προπάντων όμως, όταν πάθη κανείς αυτά δι' εκείνα τα πράγματα, τα οποία έχει πλέον λησμονήσει ένεκα της πολυκαιρίας και διότι δεν τα βλέπει; Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Τι δε λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης.

Μεταξύ των τοιούτων σημειώσεων υπάρχουν ενίοτε συνταγαί φαρμακευτικαί, μαρτυρούσαι ότι δεν είχε λησμονήσει ο Μάρθας την ιατρικήν του, αλλ' αναγόμεναι άπασαι εις την σκευασίαν ναρκωτικών. Τα συστατικά των δεν παραλλάσσουν ουσιωδώς, αλλ' αι δόσεις και οι συνδυασμοί ποικίλλουν. Ηδύνατό τις εξ αυτών να εικάση ότι περί τα αναισθητικά ιδίως περιεστράφησαν αι μελέται του.

Ο Αγαθούλης τα μαζεύει, τρέχει στον παιδαγωγό και του τα παρουσιάζει ταπεινά, δίνοντάς του να καταλάβη με σημεία, ότι οι βασιλικές τους υψηλότητες είχανε λησμονήσει το χρυσάφι τους και τα πολύτιμα πετράδια τους. Ο δάσκαλος του χωριού χαμογελώντας τα πέταξε χάμω, παρατήρησε μια στιγμή το πρόσωπο του Αγαθούλη με πολλήν απορία κ' εξακολούθησε το δρόμο του.

ΚΕΝΤ Ω καρδιά μου, σχίσου, καρδιά μου, ράγισε! ΕΔΓΑΡ Ω! Άνοιξε τα 'μάτια, αυθέντα! ΚΕΝΤ Μη τον τυραννείς! Ας ησυχάση πλέον! Πρέπει κανείς να τον μισή διά να προσπαθήση να τον τεντώσητον σκληρόν τον φάλαγγα του βίου ακόμη περισσότερον! ΕΔΓΑΡ Απέθανε τω όντι! ΚΕΝΤ Το θαύμα είναι ως εδώ, κ' εις τόσα, πώς ν' ανθέξη! Παρέζησεν. Ο Θάνατος τον είχε λησμονήσει.