United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εκείνους τους βορείους αιγιαλούς, σιμά εις το άγριον και γαλανόν πέλαγος, εις το παλαιόν Κάστρον, το κτισμένον επί γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκεί είχε γεννηθή η Χαδούλα, κ' εκεί είχεν ανατραφή ως δέκα ετών κόρη.

Πλην αυτός είχεν ανάγκην ανθρώπων ταχέων εις την εκτέλεσιν και προ πάντων στιβαρών. — Κύριε, είπε τότε ο Κουάρτος, γνωρίζω τον αρτοποιόν Δημάν, εις τον μύλον του οποίου εργάζονται δούλοι και έμμισθοι. Ο είς εκ των μισθωτών τούτων είνε τόσον δυνατός, ώστε θα ηδύνατο να αναπληρώση όχι δύο, αλλά τέσσαρας. Τον είδα εγώ να σηκώνη λίθους τους οποίους δεν ηδύναντο να κινήσουν τέσσαρες ομού.

Ο μπάρμπα Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγ.

Επειδή δε και αυτοί οι ίδιοι υπώπτευον ότι το πράγμα είχεν ούτως, εδέχθησαν τους λόγους του Οτάνου και συνεφώνηοαν να προσεταιρισθή έκαστος τον μάλλον πιστόν φίλον του. Ο μεν Οτάνης λοιπόν εισάγει τον Ινταφέρνην, ο Γωβρύας τον Μεγάβυζον, ο δε Ασπαθίνης τον Υδάρνη.

Τι λέγουν, ο κορυδαλός αλλάζει με τον φρύνον τα μάτια του; . Και την φωνήν ας είχεν αλλαγμένην, αφού σε διώχνει απ' εδώ με το κελάδημα του, σαν ξυπνητήρι θλιβερόν και παραπονεμένον. Ω! φύγε, φύγε, και το φως αυξάνει και πληθαίνει . ΡΩΜΑΙΟΣ Λάμπει το φως, κ' η Μοίρα μας θολόνει και μαυρίζει. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Παραμάνα μου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η μάνα σου θα έλθη. 'Ξημέρωσε. Προσέχετε.

Την ημέραν εκείνην ήτο ενδυμένη με απλότητα, αλλά και τας καθημερινάς ο ιματισμός της είχεν επιμέλειαν, η οποία την διέκρινεν από τας άλλας. Όταν είδε τον Μανώλην ύψωσε μέχρις ουρανού την μύτην της και απεφάσισε να περάση χωρίς να τον αξιώση βλέμματος· αλλ' ο Μανώλης είχε φράξη την δίοδον και μ' ερωτότροπον παράπονον της είπεν: — Μουδέ «ώρα καλή» δε μου λες, Μαρούλι;

Η θεια-Συνοδιά είχεν ιδεί μίαν νύκτα τρομακτικόν όνειρον, το οποίον θα ήτο σωστή οπτασία, αν δεν το είχεν από πριν εις το νουν της.

Μίαν λέξιν είχεν ειπεί μετά γενικότητος ο κυρ Αλέξανδρος ο Κονόμος. — Δεν πάμε καλά. — Ξωκείλαμε, επρόσθεσεν ο κυρ Φραγκούλης του Φραγκούλη. — Μπαττάραμεπέσαμ' όξου, επέφερεν ο καπετάν Πέρρος ο Μαυρογιαλής. — Ο φόβος του Θεού έλειψε, συνεπέρανεν ο Σακελλάριος, ο παπά- Ζαχαρίας. Και ο κυρ Δημητράκης ήρχισε στωμύλος ν' αναπτύσση το ζήτημα.

Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφιακαι όσα μετρητά είχεν. Έως εδώ είχαν φθάσει αι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, την νύκτα εκείνην. Ήτον η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει πάλιν, κ' έπασχε δεινώς.

Ο Αυτοκράτωρ της Ρώμης Τίτος τόσην αγαθότητα και φιλανθρωπίαν είχεν, ώστε, υπάγων εσπέραν τινά εις την κλίνην του, λυπούμενος έλεγεν — Η σημερινή μου ημέρα εχάθη επί ματαίω· ουδεμίαν αφορμήν ευεργεσίας τινός έλαβον σήμερον. !! Ας μη προφασιζώμεθα δε λέγοντες ότι ημείς δεν είμεθα Αυτοκράτορες, ούτε πλούσιοι, ούτε ισχυροί, και επομένως δεν δυνάμεθα να ευεργετώμεν.