Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Κάποιος παρεπίδημων απόστρατος, αγαπών τ' οψάρευμα, είχεν εξέλθει προς άγραν, ομού με δύο εξ επαγγέλματος αλιείς. Η Φραγκογιαννού, μόνον είδεν ότι ήτο «ταχτικός», και γαλασμένη εκρύβη βαθύτερα όπισθεν του βράχου. Την νύκτα απεκοιμήθη εις την κρύπτην της, μέσα εις την υγράν άλμην της Σπηλιάς. Βόμβοι εθορύβουν εις τα ώτα της. Το κύμα υπό τους πόδας της ερρόχθει, με παρατεταμένους ωρυγμούς λύσσης.
Μόλις δε μας είπαν αυτά, είδαμεν τον Μίδαν να τον φέρουν επάνω εις καθέκλαν οι άλλοι δούλοι, και ήτον ολόκληρον το σώμα του πρισμένον και μαυροκίτρινον, είχεν αρχίσει να σήπεται και μόλις ανέπνεε.
Τόσον πολύ μάλιστα εσυγκινήθη, συντελούσης και της κρασοκατανύξεως, ώστε ήρχισε να κλαίη, ενθυμηθείς ένα μικρότερόν του αδελφόν, όστις είχεν αιχμαλωτισθή κατά την επανάστασιν και έκτοτε δεν τον επανείδεν. Αλλ' ο Σαϊτονικολής του εφώναζεν ότι ήτο ώρα για χαρές, όχι για θρηνολογήματα. Στραφείς δε προς την Πηγήν, της είπε φαιδρώς: — Έτσα δεν είνε, Πηγιό;
Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμε 'ς άγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.
Όταν την επιούσαν εξύπνησεν ο Μανώλης εις της αδελφής του, όπου είχε κοιμηθή, έμαθε δύο ευχάριστα πράγματα· ότι η διαγωγή του κατά την συμπλοκήν με τους Τούρκους είχεν ενθουσιάση τους χωριανούς και ότι ο Σμυρνιός είχεν αρραβωνιάση την θυγατέρα του Συμβούλου.
Αυτή είχεν εξελίξει από την επαυλίν της, τον Παγώνα· εκάθητο επάνω εις εύθραστον πλοίον, επάνω εις το ξερριζωμένον έλατον· το νερό του Παγώνος την έφερεν επί του ρεύματος προς τα κάτω έως την ανοικτήν λίμνην. — Οι διά τον γάμον ξένοι έρχονται, ηκούετο ένας ψιθυρισμός και ένα άσμα μέσα εις τον αέρα και εις το νερό. Πρόσωπα έξω, Πρόσωπα μέσα. Η Μπαμπέττα ωνειρεύετο παράδοξον όνειρον.
Ευρισκόμενος μίαν ημέραν εις το κυνήγι ένας νέος βασιλεύς της Κίνας, ονομαζόμενος Ρουσκάδ, εσυναπάντησε μίαν έλαφον άσπρην με βούλες κίτρινες και μαύρες, η οποία είχεν εις τα ποδάρια της βραχιόλια χρυσά και επάνω εις τες πλάτες της σκέπασμα από ατλάζι κίτρινον, κεντημένον με χρυσάφι.
Τούτο εννοήσας ο Ακρίσιος, ο οποίος είνε γέρων άγριος και ζηλότυπος, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και νομίσας ότι η κόρη είχεν εραστήν, την έκλεισεν εις την κιβωτόν άμα εγέννησε. ΔΩΡ. Αυτή δε τι έκανε;
Η θειά το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ-Αλεξανδρής είχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως ως βρεφικόν λίκνον.
— Του κάκου, εψιθύρισε κανείς δεν με παίρνει! Και επέστρεψε πικραμένος εις τον οικίσκον του. Το εσπέρας εξήλθε ν' αγοράση έλαιον διά την κανδήλαν του εικονισματίου του. Επειδή παρ' όλων είχεν εγκαταλειφθή, απεφάσισε και αυτός να ζήση ως ασκητής μόνος, μετά της θρησκείας του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν