United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επεριπάτησα όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να ηξεύρω πού υπάγω, και το ταχύ στεκόμενος εις ένα τόπον διά να αναπαυθώ, βλέπω ένα ενδεδυμένον με φόρεμα πολλά παράξενον ο οποίος πλησιάζοντας κοντά μου με εχαιρέτησε, και μου έδωσεν ένα κλωνάρι δάφνης, που είχεν εις το χέρι, έπειτα άρχισε να τραγουδή διά να του κάμω καμμίαν ελεημοσύνην.

Ο Πλήθων, αν και ουδέν είχε πληροφορηθή περί των χαλκευομένων, είχεν όμως πάντοτε μισθοφόρους υπηρετούντας αυτόν. Αλλ' ούτοι δεν ήσαν αρκετοί τον αριθμόν, όπως σώσωσιν αυτόν από της μανίας του πλήθους. Την φοράν εκείνην η οργή του λαού ήτο έξαλλος, και ο κίνδυνος επέκειτο φοβερός.

Εξετέλει δε αγράφως και κατά διάνοιαν προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις, διά τας οποίας εβρέχαμεν ημείς οι άλλοι με άφθονον ιδρώτα τας πλάκας μας. Είχεν αναντιρρήτως λογιστικήν την φύσιν και την διάνοιαν. Εφαίνετο δε τούτο και εις αυτάς ακόμη τας καθημερινάς του σχέσεις μετά των συμμαθητών του, διότι πάντοτε σχεδόν ευρίσκετο εις συναλλαγάς μαζή των.

Την θέσιν ταύτην, όπου σήμερον υπάρχει η πόλις, πρώτος ο Μιλήσιος Αρισταγόρας, φεύγων τον Δαρείον, είχεν αποπειραθή να συνοικίση, αλλ' απεκρούσθη υπό των Ηδώνων· έπειτα δε μετά τριάκοντα δύο έτη, έστειλαν και οι Αθηναίοι δεκακισχιλίους αποίκους ιδικούς των και εκ των ξένων τους θέλοντας να υπάγουν, οι οποίοι κατεστράφησαν εν Δραβήσκω υπό των Θρακών.

Το δόγμα, το οποίον επρέσβευεν εκείνη, δεν διέτασσε την συγγνώμην; Οι χριστιανοί είχον συγχωρήση τον άθλιον, και είχον πολύ σοβαρωτέρας αφορμάς διά να τον εκδικηθούν. Η κραυγή του Χίλωνος, «δι' όνομα του Χριστούαντήχησεν εις την ψυχήν του. Ενεθυμήθη ότι δι' ομοίας κραυγής ο Χίλων είχεν απαλλαγή από τας χείρας του Λιγειέως, και απεφάσισε να του χαρίση το υπόλοιπον της ποινής.

Ότι έχουσι την συνήθειαν ταύτην δύναται τις να κρίνη εκ πολλών παραδειγμάτων και προσέτι εξ εκείνου το οποίον συνέβη εις τον υιόν του Λίβυος Ινάρου Θαννύραν όστις έλαβε πάλιν την αρχήν την οποίαν είχεν ο πατήρ του, και εξ εκείνου το οποίον συνέβη εις τον υιόν του Αμυρταίου Παύσιριν όστις και αυτός έλαβε πάλιν την αρχήν του πατρός του.

Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια. «Κύριε Ιησού . . . » Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ. . . Ιησού μακρόθυμεΤότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος.

Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθη, κ' εκύτταξε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εαυτήν εν ασφαλεία. Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν.

Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους.

Δεν εφείδετο κανέν είδος επαίνου προς εκείνους, οι οποίοι ήθελον πράξει κανέν έργον ανδρίας ή φρονήσεως εις τον πόλεμον· προ πάντων υπερεξεθείαζε το εν Μετοχίω σώμα, διά του οποίου κατώρθωσε να κατασκευάση το οχύρωμα εκείνο, εις το οποίον είχεν αποτύχει την πρώτην φοράν και το οποίον εθεώρει ως σημαντικώτατον, διότι εκείθεν εθεώρει τα κινήματα του εχθρού και επροστάτευε τα περί αυτό λοιπά οχυρώματα.