United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επεριπάτησα όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να ηξεύρω πού υπάγω, και το ταχύ στεκόμενος εις ένα τόπον διά να αναπαυθώ, βλέπω ένα ενδεδυμένον με φόρεμα πολλά παράξενον ο οποίος πλησιάζοντας κοντά μου με εχαιρέτησε, και μου έδωσεν ένα κλωνάρι δάφνης, που είχεν εις το χέρι, έπειτα άρχισε να τραγουδή διά να του κάμω καμμίαν ελεημοσύνην.

Αλλ' η Μεδινά επιμελητική, κατά την παραγγελίαν της αδελφής της, προς την αυγήν την εξυπνά διά να της διηγηθή την ιστορίαν του δευτέρου γέροντος· όθεν η Χαλιμά με το θέλημα του βασιλέως άρχισε την διήγησιν ως εξής : Ω αρχηγέ και ηγεμών των εναερίων πνευμάτων, λέγει ο γέρων προς το Τελώνιον· ήξευρε, ότι εγώ και αυτά τα δύο σκυλλιά είμεθα τρία αδέλφια, και πώς άκουσον· Μετά τον θάνατον του πατρός μας κατά την διαθήκην του εμοιράσαμεν την πατρικήν μας περιουσίαν, και έτυχαν του καθενός από χίλια φλωριά· εγώ έχων εργαστήριον εις την πατρίδα μου και μεταχειριζόμενος την συνηθισμένην πραγματείαν του πατρός μου εις ολίγον καιρόν εξαπλασίασα το μερίδιόν μου· οι άλλοι δύο αδελφοί μου, ψωνίσαντες πραγματείας δι άλλους τόπους, ηθέλησαν να ταξειδεύσουν, με ελπίδα να κερδίσουν περισσότερα, αλλ' η εναντία των τύχη τούς κατήντησεν εις άκραν δυστυχίαν και μετά τρεις χρόνους εγύρισαν εις την πατρίδα πάμπτωχοι και ζητούντες ελεημοσύνην διά τον επιούσιον άρτον.

Όσον ολιγώτερον δε πλούσιος είναι τις, και όσον πλησιέστερα εις την πτωχείαν ευρίσκεται, τόσω ευκολώτερον αισθάνεται τα δεινά της ενδείας, τόσω δε επιρρεπεστέρα εις την ελεημοσύνην καθίσταται η καρδία του. Ο Πέτρος βεβαίως δεν είναι πλούσιος, αλλά κατώρθωσε να περιθάλψη ολόκληρον πτωχήν οικογένειαν διά της φιλανθρώπου και ελεήμονος καρδίας του.

Δος εις εμέ ολίγην ευτυχίαν. — Πώς; όλος ο κόσμος εδώ είνε ευτυχής· πού είνε η ιδική σου ευτυχία; — Την εδάνεισα βαθμηδόν ολόκληρον, αλλ' άνευ συναλλαγματικής, και μου αρνούνται τώρα αυτήν και ως χρέος, και ως ελεημοσύνην. Ερωτώ τότε τα Φάσμα: — Πώς θα ηδυνάμην να γίνω ευτυχής, εάν το επεθύμουν; — Εφ' όσον έχεις τους όνυχας στερεούς, η ευκαιρία ουδέποτε θα σου λείψη. — Περίεργον!

Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών. Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα·

Αν μόνον οι πλούσιοι ηδύναντο να ελεώσιν, ο Θεός δεν ήθελεν επιβάλλει την ελεημοσύνην ως γενικόν χρέος παντός χριστιανού, είτε πλουσίου, είτε πτωχού. Τότε ο Γεροστάθης διηγήθη το εξής Αγγλικόν ανέκδοτον, διά να μας δείξη πόσον φιλελεήμων είναι η ψυχή των πτωχών.

Ο δε βασιλεύς δεν ηθέλησε να γροικήση μίαν συμβουλήν τόσον σκληράν, φοβούμενος να μη θανατώση την άπταιστον διά την πταίστραν, αλλά ευχαριστήθη να με εξορίση από το βασίλειόν του. Τότε μου έβγαλαν τα βασιλικά φορέματα που εφορούσα, και ενδύοντάς με τούτα τα πενιχρά, με έβγαλαν έξω από την χώραν, και έφθασα έως εδώ ζώντας με ελεημοσύνην, που οι ελεήμονες με κυβερνούν διά να μην αποθάνω.

Εβγάνοντας το λοιπόν από το μετζίτι, επήγα εις μίαν πόρταν ενός μεγάλου παλατίου, και με φωνήν τρανήν εζητούσα ελεημοσύνην. Μία γραία σκλάβα έρχεται ευθύς με ένα ψωμί εις το χέρι διά να μου το δώση και τον καιρόν που άνοιξε την πόρταν διά να μου το δώση βλέπω από μέσα εις το παλάτι μίαν νέαν κυράν εξαισίας ωραιότητος.

Ουδέποτε υπεστήριξε τον επαιτικόν βίον, ουδ' είπε λέξιν ήτις να δύναται να διαστραφή εις σύστασιν υπέρ της επαιτείας, την οποίαν ως τελειοποίησιν της ευσεβείας ανεκήρυξαν θρησκευτικοί τινες μεταρρυθμισταί. Ουδέποτε εδέχθη ελεημοσύνην.

Αλλ' οσάκις πτωχός, δυνάμενος οπωσδήποτε να εργασθή, παρουσιάζετο ζητών ελεημοσύνην, — Διατί δεν εργάζεσαι ; ήσαν οι πρώτοι λόγοι του ιερέως. Μετ' αυτούς δε αμέσως επρόσθετεν — ο δυνάμενος και μη θέλων να εργασθή είναι ανάξιος ελεημοσύνης .