United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοσαύτην δε πεποίθησιν ενέφαινε το ήθος αυτής και ο λόγος, ώστε και αυτός ο αυθόρμητος συνήγορος της Αϊμάς ήρχισε να κλονίζεται. Επί τέλους δεν εγνώριζε την νέαν και ήτο ενδεχόμενον να είνε και κλέπτρια, όπως εβεβαίου η Εφταλουτρού.

Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην ην εξέφραζεν η μορφή της. Έν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα. Τότε δεν έχασε καιρόν, αλλ' έβαλεν ισχυράν κραυγήν, οποίαν μόνον νέα γυνή φωνασκός ηδύνατο να βάλη. — Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείθεν της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή.

Κύτταξε, κυρά, είπεν ο ανήρ ο συνήγορος της Αϊμάς, κύτταξε να ιδής αν ήνε τα ίδια. Αυτή η νέα φαίνεται φρόνιμη, δεν πιστεύω να σου έκλεψε. — Αυτά είνε τα ρούχα, έλεγε προπετώς η Εφταλουτρού, λησμονούσα ότι δεν ήτο έργον αυτής να βεβαιώση το πράγμα. Αυτά είνε τα ρούχα, τα έκλεψε. — Και πώς πετιέσαι εσύ, γρηά; είπεν ο ξένος. Από πού ξεύρεις ότι τα έκλεψε;

Εν τούτοις τα παρά των γυναικών τούτων εκπεμπόμενα βέλη δεν ήσαν τα δριμύτατα. Υπήρχεν άλλη τις τάξις, η τάξις των γραϊδίων, ων οι ονειδισμοί ουδεμίαν είχον φαιδρότητα, αλλ' ωμοίαζον με βέλη αγρίων. Μία τούτων, ήτις κατώκει μόνη εις οπήν τινα υποχθόνιον, ουχί μακράν της καλύβης των χαλκέων, ωνομάζετο δε κοινώς &Εφταλουτρού&, ήτο το φόβητρον της δυστυχούς νέας.

Και επειδή θα ήτον μισοάδειο, επήρε και τα ξένα ρούχα διά να το απογεμίση. Εις τον ξένον οι τελευταίοι λόγοι της Εφταλουτρούς δεν ενέπνευσαν την αυτήν εμπιστοσύνην. Τω εφάνη ότι διέγνω πανουργίαν. — Άμε στο καλό, γραία, δεν λες αλήθεια. — Αλήθεια λέγω, είπεν η Εφταλουτρού απτόητος. — Δεν ειμπορώ να πιστεύσω.

Εν τη παραζάλη ταύτη ελησμόνησε και το κάταγμα του μετώπου, όπερ έπαθε, προ μικρού. — Μπράβο σου, δεν τώλπιζα· έκραξεν αύθις η γυνή. — Εγώ; είπε μόνον η Αϊμά. Όχι. — Αυτή είνε, αυτή είνε· επέμενεν η γραία Εφταλουτρού. — Όχι, όχι· είπεν ο προστάτης της Αϊμάς. Αυτή δεν είνε τέτοια. — Αυτή είνε, σου λέγω· έλεγεν η Εφταλουτρού.

Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών. Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα·

Ήτο αυτοκατάκριτος. Εάν άγγελος εξ ουρανού ετόλμα να παρουσιασθή όπως είπη ότι δεν ήτο αληθές τούτο, ουδείς θα τον επίστευε. Πας τις ηδύνατο ευκόλως να διαψεύση αυτόν, μεθ' όλην την ουρανίαν καταγωγήν του. Και αυτός ο υπερασπιστής της Αϊμάς επείσθη ήδη περί του πράγματος. Εκύτταζε να ίδη την Εφταλουτρού, όπως αιτήση παρ' αυτής συγγνώμην διότι την είχεν υποπτεύσει.

Αλλ' η γυνή είχε διασκελίσει ήδη τον φράκτην και έτρεχεν εις την οικίαν της. — Καλά έκαμεν, είπεν η γραία χαιρεκακούσα. Άλλη φορά να βάλη γνώσιν αυτή. Την τελευταίαν λέξιν επρόφερεν η Εφταλουτρού μετ' ανεκφράστου μίσους. Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε διά λόγου ούτε δι' έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον.

Αλλ' η Εφταλουτρού είχε γείνει άφαντος και, ως φαίνεται, δεν ηγάπα τους θριάμβους. Εν τούτοις ο ξένος, όστις ήτο ειλικρινής και δεν ηδύνατο να υποφέρη τα ψεύδη, παρετήρησεν ατενώς την Αϊμάν, και τη είπε·Στη βρύσι, είπες, τα άπλωσες τα ρούχα, 'σ τη βρύσι; Η Αϊμά τω απηύθυνεν ικετικόν βλέμμα. Αλλ' εκείνος το απέκρουσεν. — Είνε αλήθεια ότι τα άπλωσες τα ρούχα 'στη βρύσι; επανέλαβεν αδυσωπήτως.