Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Η δύστηνος ημών ηρωίς είχε περάσει κακήν και άυπνον νύκτα εν τω ευκτηρίω της, οτέ μεν σκεπτομένη περί αθανασίας ψυχής, οτέ δε δοκιμάζουσα αρχιερατικάς στολάς, ίνα εύρη τις εξ αυτών ηδύνατο κάλλιον να κρύψη τον σκανδαλώδη όγκον της κοιλίας της.

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος Όταν το φως επλούτει Τα βουνά και τα κύματα, Σε εμπρός των οφθαλμών μου Πάντοτες είχον. Συ, όταν τα ουράνια Ρόδα με το αμαυρότατον Πέπλον σκεπάζη η νύκτα, Συ είσαι των ονείρων μου Η χαρά μόνη. Τα βήματά μου εφώτισε Ποτέ εις την Αυσονίαν, Γη μακαρία, ο ήλιος· Κει καθαρός ο αέρας Πάντα γελάει.

Αλλ' η γυνή είχε διασκελίσει ήδη τον φράκτην και έτρεχεν εις την οικίαν της. — Καλά έκαμεν, είπεν η γραία χαιρεκακούσα. Άλλη φορά να βάλη γνώσιν αυτή. Την τελευταίαν λέξιν επρόφερεν η Εφταλουτρού μετ' ανεκφράστου μίσους. Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε διά λόγου ούτε δι' έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον.

— ...Της έλεγε· «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάη κι' άλλη ψωμί...» Δε μου λες, μητέρα, τι θα 'πη να φάη κι' άλλη ψωμί; Αλλ' η δύστηνος γυνή είχε γείνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει &βασίλεμμα των ματιών&, και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι. — Τι έχεις, μητέρα, τι έχεις; έκραξεν η Αικατερίνη.

Αίφνης με εναγώνιον ικεσίαν, πίπτων γονυπετής ενώπιόν του, είτα πρηνής καταγής, παρουσιάζεται είς λεπρός, πάσχων, ο δύστηνος, εκ του χειρίστου είδους της τρομεράς νόσου, θα εχρειάζετο εκ μέρους του αθλίου καταπληκτική πίστις διά να πείση εαυτόν ότι ο νέος Προφήτης ο εκ της Ναζαρέτ θα ήτο ικανός να εξαλείψη παρ' αυτώ την ανίατον νόσον.

Δεν θα επιτρέψω εις τον βασιλέα σύζυγόν σου να μεταχερισθή εμέ ως όργανον εις τους σκοπούς του, διότι άλλως αληθής φονεύς της θυγατρός σου, έστω και άοπλος, θα είναι το ιδικόν μου όνομα, όπερ την έφερεν εδώ. Ο σύζυγός σου είναι ένοχοςαλλά και εμού η αθωότης θ' αμαυρωθή, εάν η δύστηνος κόρη χάριν εμού και του μετ' εμού γάμου της απολεσθή, τόσον αδοκήτως και αναξίως εξαπατηθείσα.

Και ούτε εγώ να τον φιλήσω, ούτε ο πτωχός αδελφός μου ηδύνατο πλέον να ευφρανθή επί τη επανόδω του τόσον καιρόν προσδοκηθέντος αδελφού του! Και έκλαιε λοιπόν η δύστηνος και διηγείτο την θλιβεράν εκείνην ιστορίαν, ως εάν είχε συμβή αυτήν την προτεραίαν. Και όταν αι πλήμμυραι των δακρύων ανεκούφιζον ολίγον την βαρυπενθή αυτής καρδίαν, νομίζετ' ελησμόνει την δυστυχίαν της; Πολλού γε και δει.

Την διαφθοράν και την λαγνείαν ωνόμαζον «φυσικά πράγματα». Η δύστηνος Μασούσα, ήτις δεν είχε γεννηθή εις τον τόπον, αρχήθεν δεν ήτο πολύ αυστηρά ούτε σεμνοπρεπής, είχε δε μικράν δόσιν ελαφρότητος. Τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο εις την νήσον ένας γραμματεύς του ειρηνοδικείου, άγαμος, φουστανελλάς.

Όλων τα βλέμματα εστρέφοντο μετ' απλήστου επιμονής προς την θέσιν την οποίαν κατείχεν ο δύστηνος μνηστήρ. Εκείνος ήτο ωχρότατος, και ιδρώς έβρεχε το μέτωπόν του. Από πρωίας είχε προσπαθήσει να εισχωρήση εις τα υπόγεια, όπως πληροφορηθή αν εκείνη ευρίσκετο εκεί. Αλλ' οι πραιτωριανοί επετήρουν όλας τας διεξόδους, και ήτο αδύνατον να εισέλθη.

Καταπεσούσα έπειτα η δύστηνος κόρη επί του χώματος εκείνου, του κρύπτοντος τον μόνον αυτής επί της γης προστάτην, ανέμιξεν ως η σύζυγος του Οθέλου α λ μ υ ρ ά δ ά κ ρ υ α εις το κύμα, όπερ έβρεχε τούς πόδας της. Αφού δε προσέφερε την ευσεβή εκείνην σπονδήν επί του πατρώου τάφου απέμαξε τέλος τους στειρεύσαντας οφθαλμούς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν