United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αν ούτω πράξη, βεβαίως δεν θα την επαναφέρη κλαίων. ΜΗΝΑΣ. Έχεις δίκαιον, φίλε. Δεν επεριμένομεν να ίδωμεν εδώ τον Μάρκον Αντώνιον. Σε παρακαλώ, ενυμφεύθη την Κλεοπάτραν; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η αδελφή του Καίσαρος ονομάζεται Οκταβία. ΜΗΝΑΣ. Αληθώς· ήτο σύζυγος του Γαίου Μαρκέλλου. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλά τώρα είναι σύζυγος του Μάρκου Αντωνίου. ΜΗΝΑΣ. Τι λέγεις; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αληθέστατον.

Δεν θα επιτρέψω εις τον βασιλέα σύζυγόν σου να μεταχερισθή εμέ ως όργανον εις τους σκοπούς του, διότι άλλως αληθής φονεύς της θυγατρός σου, έστω και άοπλος, θα είναι το ιδικόν μου όνομα, όπερ την έφερεν εδώ. Ο σύζυγός σου είναι ένοχοςαλλά και εμού η αθωότης θ' αμαυρωθή, εάν η δύστηνος κόρη χάριν εμού και του μετ' εμού γάμου της απολεσθή, τόσον αδοκήτως και αναξίως εξαπατηθείσα.

Πρώτον εφαίνετο ύποπτον εις αυτήν ότι ο σύζυγός της από τινος καιρού συνήθιζε να κοιμάται πάντοτε εις το κατώγειον, μέσα εις τα ξύλα και τους ποντικούς, στρώσας εις μίαν γωνίαν το κλινίδιόν του το σκληρόν πλησίον εις σωρόν παλαιάς οικοδομησίμου ξυλείας εκ μαύρων μεγάλων ξύλων, άτινα ίσταντο όρθια εκεί εις την γωνίαν, συναχθέντα ένα-ένα εξ ηρειπωμένων οικιών, ίνα χρησιμεύσωσι προς ανακαίνισίν ποτε της σαθράς οικίας των.

Αλλ' εξ ενός μέρους ο Λιάκος, εξ άλλου ο σύζυγος της εξαδέλφης, συνενούντες τας προτροπάς και τας ενθαρρύνσεις των, συνώδευσαν τον δυστυχή γαμβρόν, μέχρις ου έφθασαν ενώπιον της οικίας, εκεί δε ανοιχθείσης της θύρας τον ώθησαν εντός αυτής, τραυλίζοντα εισέτι διαμαρτυρήσεις, και επορεύθησαν εκείνοι προς την λέσχην.

Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του.

Τι χαρά! την έβλεπε τώρα την αντίζηλόν της, την μόνην της αντίζηλον, την καπνοσύριγγα την αγαπητήν, την τρισευλογημένην, οπού της ήρχετο να τρέξη και να την εναγκαλισθή, να την φιλήση με όλην την δύναμιν της ψυχής της. Δι' αυτήν λοιπόν την αντίζηλον εμελαγχόλει ο καλός της σύζυγος, ο καλλίτερος των συζύγων! Ω! τώρα ειξεύρει τι θα κάμη.

Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο. Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον μελαγχολικόν σύζυγόν της. — Τι κακό που μ' ηύρε!

Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·Μην αργήσης! — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε. Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην στιγμήν έκρουε την θύραν.

Ο χωρικός ωδήγησε τότε τον ξένον του εις το δωμάτιον, όπου ητοιμάζοντο να κοιμηθώσι τα τέκνα του· τον παρεκάλεσε δε να περιμείνη μίαν στιγμήν, και αμέσως έτρεξε να ίδη, πώς είναι η πάσχουσα σύζυγός του· μετ' ολίγον δε επανήλθε φέρων προς τον ξένον άρτον και λάχανα ξυνά, μη έχων καλλιτέραν τροφήν να τω προσφέρη.

Ως προς τούτο ευρέθη ηπατημένη η κυρά Μανωλάκαινα. Ενόμιζεν ότι διά του γάμου της θα εισήρχετο πλέον με ούριον πνεύμα εις τα σόια, αλλά έβλεπεν ότι, αν ο σύζυγός της δεν επείθετο ν' αναμιχθή εις την πολιτικήν μέ τινας μικροδαπάνας, αδύνατον ν' αναγνωρισθή η Γερακίτσα ως αριστοκράτισσα. Αλλ' ο κυρ Μανωλάκης δεν τα ήκουεν αυτά.