United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διηγήθη τότε η φλύαρος γραία μετά πολλής ζωηρότητος όλην την ιστορίαν της ληστείας μετά περιγραφών γυναικείας φαντασίας. Ο καπετάν-Θοδωρής ήτο ευσεβής άνθρωπος. Η Γερακούλα, αυτή πλέον ήτο η προσωποποίησις της ευσεβείας και αρετής. Αι τέσσαρες θυγατέρες των, αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, ήσαν τύπος και ομοίωμα της μητρός απαράλλακτον. Οικογένεια πάσχουσα, πλην φοβουμένη τον Θεόν.

Ο χωρικός ωδήγησε τότε τον ξένον του εις το δωμάτιον, όπου ητοιμάζοντο να κοιμηθώσι τα τέκνα του· τον παρεκάλεσε δε να περιμείνη μίαν στιγμήν, και αμέσως έτρεξε να ίδη, πώς είναι η πάσχουσα σύζυγός του· μετ' ολίγον δε επανήλθε φέρων προς τον ξένον άρτον και λάχανα ξυνά, μη έχων καλλιτέραν τροφήν να τω προσφέρη.

Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν. Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας. — Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.

Ούτος λοιπόν είναι ο λόγος, τον οποίον εσκέφθην και δύ- ναμαι να δώσω περιληπτικώς περί της γνώμης μου, δηλ. ότι υπήρχε το ον και ο χώρος και η γένεσις, τρία πράγματα τρι- χώς, και πριν ή γεννηθή ο κόσμος και ότι η τροφός της γεν- νήσεως, υγραινομένη και πυρουμένη, και δεχομένη τας μορφάς της γης και του αέρος και πάσχουσα όλα τα άλλα πάθη, όσα ακολουθούσιν εις ταύτα, εφαίνετο ποικίλη κατά την όψιν· αλλ' επειδή ήτο πλήρης δυνάμεων μήτε ομοίων μήτε ισορρόπων, εις κανέν μέρος της δεν ήτο εις ισορροπίαν, αλλ' όλως ανωμάλως ταλαντευομένη εσείετο αύτη υπ' εκείνων και κινουμένη αυτή πάλιν έσειεν εκείνα.

Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς. — Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος. Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν.

Τι να σου πω, παιδί μου, εψιθύρισεν η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει... Ίσως ήθελε να είπη «μητρυιά», Αλλά δεν είχε το θάρρος να αρθρώοη την λέξιν. — Γιατί, μητέρα, επανέλαβεν η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ' ευχαριστημένη; Και δεν σ' αγαπάει η μαμμίτσα μου; Η ασθενής έσεισε την κεφαλήν, αλλά δεν είπε λέξιν.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ. Ω, πως να σ’ επαινέσω τόσον, ώστε ούτε ως κόλακα αλλ' ούτε πάλιν ως φειδωλήν εις την ευγνωμοσύνην μου να με θεωρήσης; Διότι οι χρηστοί άνθρωποι, όταν υπερμέτρως παρ’ άλλων επαινώνται, αποστρέφονται τους επαινούντας. Εντρέπομαι να σ' ενοχλώ διά των στεναγμών του άλγους μου, πάσχουσα εγώ μόνη, σε, όστις δεν μετέχεις της ιδικής μου συμφοράς.

Πάσχουσα προ ετών εκ νευρικής αϋπνίας, καθ' ης απέτυχαν ο Τρουσσώ, οι θρίδακες, ο Πρετεντέρης και η μορφίνη, αντέταξα εις αυτήν μετά πλήρους επιτυχίας τα άπαντα του λογίου μνηστήρος μου.