Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Πτωχός, αλλ' αγαθός οικογενειάρχης Ρώσσος, εκατοίκει μικράν καλύβην χωρίου τινός πλησίον της Μόσχας. Ενώ δε εσπέραν τινά κατεγίνετο περιποιούμενος την πάσχουσαν σύζυγόν του και τα έξ μικρά τέκνα του, ακούει κτύπους εις την θύραν της καλύβης του. Ανοίγει αμέσως· άνθρωπος δε άγνωστος και πενιχρά ενδεδυμένος παρουσιάζεται ζητών φιλοξενίαν.

Την τετάρτην ημέραν είς των ιπποτών ήλθε και μοι έφερε την μικράν κόρην, πάσχουσαν δεινώς, όπως την περιθάλψω. Ότε την είδον, δεν ηδυνήθην να κρατηθώ και είπον απροσέκτως·Και πού είνε ο άνθρωπος, όστις την είχε μαζή του; Τον συνελάβετε και αυτόν; Ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην είς των ιπποτών ηναγκάσθη να ρίψη επ' εμέ άγριον βλέμμα. Μ' έκαμε δε να μετανοήσω και εδάγκασα σφοδρώς τα χείλη μου.

Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς. — Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος. Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν.

Έτριζον τα ξύλα του, η θάλασσα εβρόντα θραυομένη επί των πλευρών του, αναμέσον δε της αγρίας βοής ηκούετο ο τακτικός κτύπος της μηχανής, παλαιούσης με τα στοιχεία. Αλλ' ουδέν ήκουα εκ των παρά την πάσχουσαν γινομένων. — Τι έπαθεν άρά γε; τι έπαθε; Και έσφιγγα εναγωνίως τας χείρας.

Ο δε ξένος έπεσεν επί της κλίνης, διαλογιζόμενος την προς αυτόν φιλοφροσύνην του πτωχού οικοδεσπότου, την προς τα τέκνα του τρυφερότητά του, την ανησυχίαν του διά την πάσχουσαν σύζυγόν του, την καθαριότητα και τάξιν της πτωχής καλύβης, και τον ήσυχον ύπνον των έξ πλησίον του αθώων παιδίων.

Έβλεπεν αυτήν πάσχουσαν, εγκαρτερούσαν, ήτο ευδαίμων. Τοιούτον ήτο αείποτε το φίλαυτον τούτο αίσθημα. Διήρκεσε δε η τελευταία αύτη ευτυχία του Μάχτου τρεις όλας ημέρας, τον μακρότατον και μυθώδη χρόνον, ον δύναται να διαρκέση πάσα ευτυχία επί της γης. Την εσπέραν της τρίτης ημέρας συνέβη παράδοξος και απρόοπτος σκηνή, ην ουδείς ηδύνατό ποτε να προβλέψη και αν δεν ήτο μύωψ και αν δεν ήτο ευδαίμων.

Πρώτη παράστασις υπήρξεν η του Μ ά ξ β ε λ, «εξόχου δράματος του Ιουλίου Βαρβιέ», ως λέγει η θεατρική προκήρυξις, «εις πράξεις πέντε και ένα πρόλογον, μεγάλην εμποιήσαντος αίσθησιν εν Παρισίοις, διότι παριστά την πάσχουσαν και πεπλανημένην δικαιοσύνην». Φέρουσα δε ο πρόλογος και αι πέντε του δράματος πράξεις τας εξής φοβεράς επιγραφάς· «Θ α ν α τ ι κ ή ε κ τ έ λ ε σ ι ς, Ο υ ι ό ς τ ο υ δ ο λ ο φ ό ν ο υ, Α δ ε λ φ ό ς κ α ι α δ ε λ φ ή, Τ ο ε γ χ ε ι ρ ί δ ι ο ν, Τ ο ό ρ α μ α, Η τ ι μ ω ρ ί α». Φοβείσαι; εγώ φοβούμαι, αγαπητή, και δι' αυτό, σου εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου, μόλις κατώρθωσα να ακούσω τον πρόλογον.

Δεν ηρώτα ποτέ την πάσχουσαν πώς επέρασε την ημέραν, αλλά και δεν εγόγγυζε ποτέ ούτε παρεπονείτο διατί να είνε άρρωστη. Είχεν εργασίας, είχε σχέδια, ειργάζετο ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχη παραγυιούς, να δανείζεται και να πληρώνη ημεροκάματα. Είχε δύο τρεις ελαιώνας λαμπρούς, φθονετούς, κ' εύρισκε τους δανειστάς προθύμους.

Ω! πώς επεθύμουν να πλησιάσω προς την πάσχουσαν, ν' αποτείνω προς αυτήν ολίγας λέξεις συμπαθείας, να σύρω το σκέπασμα επί της άκρας του μικρού ποδός, τον οποίον έβλεπα μακρόθεν ασκεπή, να υψώσω το προσκέφαλόν της ότε έστρεφε το βλέμμα προς την απέχουσαν ήδη ξηράν και προς την κορυφήν του καπνίζοντος ηφαιστείου!

Επί δε σκαμνίου χαμηλού, γέρων έχων ύφος αρχαίου στρατιωτικού, κρατών βιβλίον εις χείρας, αλλά μη αναγινώσκων, επρόσεχε μετά στοργής εις πάσαν της νέας κινήσιν και ενίοτε απηύθυνε προς αυτήν ταπεινή τη φωνή τον λόγον. Προφανώς ήτο πατήρ συνοδεύων θυγατέρα πάσχουσαν, αντί δε μητρός την περιέθαλπεν η γραία υπηρέτρια της. Αι εντυπώσεις της νεότητος είνε αληθώς ανεξάλειπτοι.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν