United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ηρώτα ποτέ την πάσχουσαν πώς επέρασε την ημέραν, αλλά και δεν εγόγγυζε ποτέ ούτε παρεπονείτο διατί να είνε άρρωστη. Είχεν εργασίας, είχε σχέδια, ειργάζετο ο ίδιος, αλλά και δεν έπαυε να έχη παραγυιούς, να δανείζεται και να πληρώνη ημεροκάματα. Είχε δύο τρεις ελαιώνας λαμπρούς, φθονετούς, κ' εύρισκε τους δανειστάς προθύμους.

Μια βραδιά πούχα πάει στον Βασίλη, αντί να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας, τράβηξα προς το πάνω μέρος του χωριού και σε λιγάκι βρέθηκα κοντά σταυλιδάκι με την πορτοκαλιά. Είχα πάει με την απόφαση να δω την άρρωστη να της μιλήσω και να μείνω κοντά της. Τόση ήτον η ανάγκη μου να τη δω, που δε λογάριαζα τους φόβους που μούχε πη η μάνα μου.

Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα!

Τους στρατιώτας σου εγώ τους είχα συναθροίσει κ' εγώ σου τους απέλυσα! ΡΕΓ. Ω! δεν αντέχω πλέον Είν' άρρωστη. Πηγαίνετε μαζί τηςτην σκηνήν μου. Την σάλπιγγά σου σήμανε, κ' ανάγνωσέ το τούτο. ΑΞΙΩΜ. Σαλπίσατε! Ο Εδμόνδος είναι έτοιμος να τον αντικρύση». ΕΔΜ. Σάλπισε! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! Ερώτησέ τον τι ζητεί; 'ς της σάλπιγγος τον ήχον τι έρχεται;

ΒΕΡΑΤάσσο, είναι κακό αυτό πού κάνεις. Σε παρακαλώ, μη! Είμαι άρρωστη, με σκοτώνεις. Έλα, Βέρα, να ξαναγυρίσουμε στην παλιά εξοχή, που μας πρωτοείδε να περπατούμε χειροπιασμένοι κάτω από τα μεγάλα δέντρα. Έλα. Θα σου δείξω ακόμη ένα μονοπάτι που δεν το περάσαμε. Θυμάσαι τη ρεματιά που κατρακυλίσαμε μια φορά, κρατημένοι από τους θάμνους; Είχαμε φτάσει ως τη μέση.

Εις την ερώτησιν του ενός χωροφύλακας, εκείνου τον οποίον είχεν ανατρέψει φεύγων ο Μούρος, «γερόντισσα πού είναι ο γυιόκας σου», δεν είχεν απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, όστις εφαίνετο ανθρωπινώτερος, με ήρεμον τόνον είπε·Κύτταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη. — Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απήντησε μεθ' ετοιμότητας η Φραγκογιαννού.

Οπίσω, μοιχαλίδα, οπίσω. . . τα χέρια μου εμόλυνε το σώμα σου! Οι ανωτέρωΕρμογένηςΠρίσκιλλα Να κρατήσω, Ευγενεστάτη, δεν μπορώ έξω την κουστωδία. Ζητάνε να τον πάρουνε. Ξημέρωσε. Η συνοδεία. . . Πού είνε η συνοδεία μου Να φέρουν το φορείο. Είμ' άρρωστη. Γρήγορα να με πάνε στο παλάτι. . . Στο κεραμείο, από τον ίδιο τον πηλό, πλάθουνε σκεύη και τιμής και ατιμίας. . .

Καλύτερος είναι ο &Ενδυμίων& από κάθε θεωρία οσοδήποτε γερή, ή, όπως στην περίσταση τούτη, άρρωστη επιδημίας στα επίθετα!

Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη; Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη. — Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει; — Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή. Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.

Εκείνος έπαψε, αλλά ύστερα συνέχισε: «Γιατί με λέτε ανόητο; Επειδή είμαι καλόκαρδος; Επειδή θέλω να γλεντήσω τα νιάτα μου; Κι εσείς τι κάνετε; Ζωή είναι αυτή, η δική σας; Τη ζωή κάνεις εσύ; Δεν αγαπάς ούτε τη γυναίκα σου την άρρωστη. Κι εσείς, θείε Πιέτρο; Τι ζωή είναι η δική σας; Μαζεύετε χρήματα, όπως τα κουκιά πάνω στην ψάθα, για να τα δώσετε έπειτα στα γουρούνια.