Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Πούναι ο άνδρας σου; Πούν' τος; Ότι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω. . .Τι να ιδώ! Δεν πρόφθασα . . . Ούτε ήξευρα πως είσ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι . . . Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη . . . Την τρομάρα που πήρα! . . . Τώρα κρέμασμα ανάποδα και γλήγορα . . . Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα . . . Πούναι . . . τος ο άντρας σου; Πούντος;

Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Να την λοιπόν που βγαίνει πίσω από το ιερό, με το κάνιστρο στο κεφάλι και κατεβαίνει το σοκάκι ανάμεσα σε συστάδες από βάτα που λάμπουν από τις σταγόνες της δροσιάς. Από την πόρτα της γριάς Ποτόι φαινόταν η Γκριζέντα σκυμμένη πάνω στη φωτιά της εστίας να ετοιμάζει τον καφέ της γιαγιάς που ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Αδυνατίζεις κάθε μέρα και πιο πολύ», είπε η Νατόλια μπαίνοντας.

Πρέπει πάντα να θυμάσαι τη μητέρα σου και να λατρεύης τη μνήμη της. ΑΝΝΟΥΛΑ Εγώ καλά καλά δεν την είχα γνωρίσει; τι φταίω εγώ που δεν την είχα γνωρίσει; Μονάχα, θυμάμαι κείνο το βράδι, που στείλατε και με πήρατε ξαφνικά από το σχολειό και μου αναγγείλατε πως η μητέρα μου είτανε άρρωστη βαρειά. Με φέρατε δω και τη βρήκα πεθαμένη.

Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ανασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο. — Μα όσα μούδωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κιάλλα να σύρω; — Δεν είν' η μοίρα σου. είπε η μητέρα μου, είν' η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και ταποδόματα σου.

Καθόμουνα με τα παιδιά κοντά στην άρρωστη και ψιθυρίζαμε αναμεταξύ μας, μιλούσαμε λόγια, που δε θα ξαναέρθουνε ποτέ και που κανείς μας δεν μπορεί να τα θυμηθή πια.

ΝΙΚΟΣΩραία ήρθες. Σ' ευχαριστώ. ΔΩΡΑΌχι! Μην είσαι κακός, Νίκο. Ποτέ δε σε είδα τόσο κακό. Αφού σου λέω πως φοβάμαι. Είναι πρώτη φορά που κάνω αυτό που κάνω. Είπα στον πατέρα μου πως είμαι άρρωστη. Πρώτη φορά είπα ψέματα στη ζωή μου για το χατήρι σου. Αν γυρίση ο πατέρας στο Ξενοδοχείο και δε μ' εύρη; Το φαντάζεσαι; Αν μας ιδή κανένας .. . Αχ! Θεέ μου! ΝΙΚΟΣΑυτά είναι προφάσεις.

Κιόταν τη ρωτήσαμε για την άρρωστη, ο θυμός της ξέσπασε: — Γραφές μαζόνει. Μα ο Θεός δεν είν' Αρβανίτης και καθενούς του δίδει κατά τα έργατά του και κατά τη ψυχή του. Εγώ, ο Θεός το κατέει, την ελυπήθηκα κεπήα να τήνε παρηγορήσω. Αθρώποι 'μεστα. Μα η μάνα τση εθάρρεψε, πρέπει, πως επήα να τώσε πέσω.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν