United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί λοιπόν να μη γίνη καλά και το Βαγγελιό με την πίστη; Αυτή τη δύναμη επίστευα ότι είχα. Στην απόφαση που πήρα να θυσιασθώ για να σώσω την άρρωστη, αποφάσιζα χωρίς δισταγμό να γίνω μοναχός ή και ασκητής και να προσεύχωμαι νύχτα και μέρα για τη ζωή του Βαγγελιού. Αλλά μοναστήρι, δεν ήτο στην επαρχία μας.

ΣΕΥΤΩΝ Αυθέντα, τι προστάζεις; ΜΑΚΒΕΘ Τι άλλα νέα έμαθες; ΣΕΥΤΩΝ Όσα μας είπαν, όλα αλήθεια είν', αυθέντα μου! ΜΑΚΒΕΘ Θα μάχωμ' έως ότου θα λιανισθή το κρέας μου από τα κόκκαλά μου! Δος μου τα όπλα μου εδώ! ΣΕΥΤΩΝ Δεν είν' ακόμ' η ώρα. ΜΑΚΒΕΘ Τα θέλω! Στείλε ιππικόν την χώραν να γυρίση, κι' όσους φοβούνται, κρέμασμα! ...Φέρε μου συ αμέσως την πανοπλίαν μου... Ιατρέ, πώς είν' η άρρωστή σου;

Αρκεί μονάχα να μη τις δημιουργεί. ΑΝΝΟΥΛΑ Σταύρο, ξέρεις γιαΤι πέθανε η μητέρα; Πέθανε για σένα, από τη μεγάλη αγάπη που είχε για σένα. Για μένα! ΓΙΑΓΙΑ Από τη νύχτα εκείνη, την κακή νύχτα που μας άφησες, έπεσε άρρωστη. Καλή ώρα από τότε δεν είδε. Ένα μαράζι την περιτριγύρισε, και μέρα με τη μέρα έρρεβε. Όλες οι ελπίδες της είτανε σε σένα.

Ήρθα να ζητήσω βοήθεια από σας.» «Από μένα;» «Ναι, από σας, από την αφεντιά σας. Τρεις μήνες τώρα οι αφεντιές σας δεν μ’ αφήνουν να πατήσω το πόδι μου εδώ. Έχετε δίκιο. Σήμερα το βράδυ, όμως, ονειρεύτηκα την ντόνα Μαρία Κριστίνα. Την είδα πλάι στο κρεβάτι μου, όπως τότε που είχε έρθει όταν ήμουν άρρωστη και έλαβα το άγιο μύρο.

Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα; Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά. — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο. — Πώς; — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είνε καλλίτερος ο άλλος;

Ο βασιλεύς εθυμώθη εναντίον της και την εφοβέρισεν ότι ανίσως και δεν τον υπακούσει θέλει κάμει με το στανειό να το στέρξη. Αυτηνής της εκακοφάνη αυτό τόσον, που έπεσεν από την πίκραν της εις το κρεβάτι άρρωστη.

Ο Σκούντας τω είπε·Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας.

Καθώς όταν πανώρια γυναίκα, που καταμάγεψε τον κόσμο με τη νιότη της και με την ομορφιά της, αγκομαχάη, χτικιασμένη και βασανίζεται σ' αρρώστου κρεββάτι, κ' έρχουνται φίλοι πολλοί και με λούλουδα και με δώρα αρχοντικά της λαφραίνουν τις θλιβερές της ώρες, υγεία όμως και δύναμη να της δώσουνε δεν έχουν τρόπο, μάλιστα κι αν αναλάβη η άρρωστη, αυτοί με τα όργια τους την ξανακυλούνε, — έτσι μας φαίνεται πως κ' οι μεγαλόκαρδοι εκείνοι οι Ρωμαίοι που και πριν από το Σύλλα και κατόπι την αγάπησαν την Ελλάδα και με πλούσια δώρα την καταστόλισαν, το βαθιορριζωμένο πάθος που τηνέ μάραινε δεν μπορούσανε να της το γιατρέψουν και μήτε το σκοπεύανε.

Γιατί αν το παραδεχόταν πως ήτον άρρωστη, ήτονε χαμένη : δε θα μπορούσε πια να ταρνηθή ταντρός της με τόσο θάρρος και με χείλια που για να χαμογελάσουν της σούρωναν όλο της το πρόσωπο.

Μπορεί να σας στείλει στα άλλα κτήματά του, επειδή εμένα μου αρέσει εδώ. Εδώ είναι καλό μέρος∙ το λέει και η Γκριζέντα.» «Τι κάνει η Γκριζέντα;» «Ράβει το νυφικό της.» «Πες μου, Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο ήρθε στο χωριό;» «Ο γαμπρός μου», είπε το αγόρι με περηφάνια, «ήρθε, ναι, τον περασμένο Ιούλιο. Η Γκριζέντα ήταν συνέχεια άρρωστη, παραλίγο να τη βρει νεκρή. Ναι, ήρθε…»