United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ξένοι τόσο θα θαμπωθούν, που μόνοι τους θα μας δώσουν την πατρογονική κληρονομιά μας.... — Ω! δυστυχία μας! έβγαλε δυνατή φωνή η κυρά Πανώρια. Και πιάνοντας το κεφάλι με τα δυο της χέρια, έτρεξε στην πόρτα, βγήκε από το δωμάτιο, κράζοντας με όλη της τη δύναμη, σα να ζητούσε βοήθεια·Δημητράκη, Δημητράκη! χαθήκαμε! Ο Άλταης ο Χαγάνος ξύπνησε τ' απομεσήμερο με πολλή κακή διάθεση.

Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

— Τ' είπες, μωρέ; το ρώτησε ο Αριστόδημος ελπίζοντας να ακούση διαφορετική απάντηση. — Ο Δημητράκης μ' έστειλε να σου ειπώ: η κυρά Πανώρια πέθανε... η μάννα σου, λέει, πέθανε. — Πότε; — Ψες βράδυ... κοντά στο σούρουπο.. . — Αλήθεια; — Να, μα το σταυρό! Έσκυψε, έκαμε δυο βήματα μέσα, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι και ρίχτηκε στο κρεββάτι βογγώντας. Το χωριατόπουλο άνοιξε τόσα τα μάτια του.

Είπε, και πήρε κι' άνοιγε τις σκαλιστές σκεπάστρες των σεντουκιών, και δώδεκα βγάζει σκουτιά πανώρια, μονές φλοκάτες δώδεκα, πέφκια άλλα τόσα βγάζει, 230 τόσα πουκάμισα κρουστά και τόσα πανωφόρια, και διο τριπόδια π' άστραφταν και τέσσερα λεβέτια· 233 βγάζει ποτήρι αμίμητο, π' όταν ταξίδι βγήκε γνωστοί του του το χάρισαν στη Θράκη, βιος μεγάλο· 235 μα ουδέ κι' αφτό δεν τ' άφισε, τι διάπυρα η καρδιά του ένα ποθούσε, το νεκρό να ξαγοράσει γιο του.

Έπεσε στα γόνατα, άρχισε να φιλή και να λούζη με δάκρυα τα πόδια της, να βγάνη ένα ένα τ' αγκάθια. Σε κάθε στεναγμό της γριάς τρόμαζε κ' ήταν έτοιμη να λιγοθυμήση. — Κρυώνω, κόρη μου· είπε σιγά η κυρά Πανώρια, μαζώνοντας τις πλάτες της. — Δεν πέφτεις, Κυρά μου, στο κρεββάτι; είπε η Ελπίδα φοβισμένη και παρακαλεστική. Δε θα ήταν άσκημα να πέσης λίγο να ζεστοκοπηθής. Εκείνη θέλησε ν' αρνηθή.

Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.

Ύμνο μεγαλόστομο έψελνε η πλάσις όλη στη ζωή, την αθάνατη και την πανώρια. Κ' εγώ αθέλητα έπεσα στα γόνατα και μ' επήραν τα δάκρυα. Αχ ναι· δεν φαίνεται όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψη να τον χάση!

Ουφ! κ' εκείνος· είπε ο Αριστόδημος· δε θα μ' αφήση ήσυχο επί τέλους! Τι με μέλλει εμένα για χωράφια και γεννήματα! Εγώ δε θέλω να ξέρω άλλο από τα βιβλία μου. Τ' ακούς; Τίποτ' άλλο από τα βιβλία μου!.. Η κυρά Πανώρια εκούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Χωρίς να το θέλη, άρχιζε κ' εκείνη ν' ανησυχή για το δρόμο που ακολουθούσε ο πρωτότοκός της.

Δε χτίζει πια παλάτια αρμονικά και ασύγκριτα η γριά να κλείση μες ταθώρητα τα βάθη τους μία ζωή πανώρια, ονειρεφτή, για την αφρόπλαστη την κόρη της, μέσα σε άφτονα αγαθά και πλούτη ανιστόρητα και αφάνταστα! Και δε λογιάζει τόρα η γριά, δεν ονειρέβεται γλυκά!

Από πλούσιους γονιούς γεννημένος, αναθράφηκε κατά τα κλασσικά συστήματα των καιρών εκείνων, πάει να πη σπούδαξε ρητορική και φιλοσοφία· ως και στην Αλεξάντρεια πήγε κι άκουσε τη μυριοκαμάρωτη την Υπατία, την πανώρια εκείνη μάγισσα, που λες κι όλα τα στολίδια της ελληνικής σοφίας τα είχε καταθεμένα κορώνα στα κάλλη της και στην αρετή της, που λες και παράσταινε στον κόσμο την τρισυπόστατη Πλατωνική ιδέα της Αλήθειας, της Ομορφιάς και της Αγαθωσύνης.