Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.
Θεοί κι' εμάς μας παραστέκουν. 440 Μον πάμε τώρα το φιλί στο στρώμα να χαρούμε· τι τέτια φλόγα στην καρδιά δεν ένιωσα ποτές μου, μήτ' όταν πρώτα σ' άρπαξα απ' την πανώρια Σπάρτη και με τα πελαγόδρομα ταξίδεβα καράβια και στην Κρανιά εκεί σ' έσφιξα στην αγκαλιά, όσο τώρα 445 σε λαχταράω κι' αποθυμιά γλυκιά με κυριέβει.»
Μα αφτό η χαλκένια αρματωσά τού τόκρυβε όλο τ' άλλο, πανώρια, π' απ' τον Πάτροκλο την πήρε σφάζοντάς τον, μά 'δειχνε εκεί που τα κλειδιά χωρίζουν σνίχι κι' ώμους, στη γούβα, εκεί που η κονταριά πιο γλήγορα σκοτώνει· 325 εκεί τον κάρφωσε καθώς του ρήχνουνταν, κι' ως πέρα βγήκε ο χαλκός διαβαίνοντας τον τροφαντό λαιμό του δίχως η άκρη η σουγλερή να αγγίξει το λαρύγγι . 328
Μαλαματένιο γύρο έχουν αφτοί, πάντα άλιωτο, και χάλκινα από πάνου στεφάνια, θάμα μοναχό, με τέχνη τεριασμένα· 725 κι' είναι απ' ασήμι και τα διο τριγύρω κεφαλάρια. Και το κουτί είναι με χρυσά λουριά και μ' ασημένια δεμένο, και τριγυριστό από διπλά στεφάνια. Και τ' ασημένιο τούβαλε τιμόνι, και στην άκρη του δένει απάνου το ζυγό, λαμπρό μαλαματένιο, 730 και τα κατάχρυσα περνάει πανώρια ζυγολούρια.
Είπε και σέρνει απ' το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι' εκεί κοντά παράμερα τ' αφίνει· και κατόπι απ' την πανώρια αρματωσά ναν τον γυμνώνει αρχίζει αίμας γιομάτη. Κι' έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι είταν τάχα ο Έχτορας, η όψη η λεβεντιά του 370 τα στήθια· τι έτσι αλάβωτοι πού πριν να παν κοντά του! Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Μπα!
Ντυμένο μες τους αθογαλερούς αφρούς, χωμένο μες τ' αμάλαγα μπαμπάκια το χωριό, εφάνταξε πανώρια ζωγραφιά, θεόγραφτη, κρεμάμενη στου χιονισμένου του βουνού τον κάτασπρον το ρόβολο.
Αφτός μου καρδιοθύμωσε για μια πανώρια σκλάβα π' αγάπαε, και το πρώτο του καταφρονούσε τέρι, 450 τη μάννα μου. Κι' αφτή ήθελε τους διο ναν τα χαλάσουν, κι' όλο με ξόρκιζε τη νια να πάω και να πλακώσω. Την άκουσα και τόκανα.
Και πιο γλυκιά άξαφνα ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία. Κι' ο γιος τ' Ατριά σηκώθηκε και πρόσταξε στα όπλα 15 τους άντρες, κι' έβαλε κι' αφτός το θαμπωτή χαλκό του. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.
Τους χτύπησε της χαραγής το παγερό τ' αέρι Και ξαστερώσαν ξάνοιξαν οι μαύροι λογισμοί τους. Τότες θυμήθηκε ο βοσκός τα ζωντανά, τη στάνη, Κι' αφίνει ευτίς τη σπηλιά με τ' απαλό το στρώμα Και την πανώρια αγάπη του με τα γλυκά φιλιά της, Με τ' άσπρο, το μεστό κορμί, τη λιγερή τη μέση Και την ολόθερμη αγκαλιά που χάρηκε όλη νύχτα. Όμως το γρέκι του αδειανό κ' έρμη τη μάντρα βρίσκει.
Τότες βαθιά στενάζοντας τής είπε ο Αχιλέας «Ναί, μάννα, αφτό ναι μούκανε τον πόθο ο γιος του Κρόνου, μα :πια η χαρά μου αφού 'χασα το βλάμη της καρδιάς μου, 80 τον Πάτροκλο μου πούχα εγώ κάλια από κάθε αδέρφι, σα φως μου· αφτός πάει χάθηκε, κι' ο Έχτορας τα όπλα τού πήρε — αφού τον σκότωσε — πανώρια γιγαντένια, θάμα μονάχα αν τάβλεπες, που ζηλεμένα δώρα τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου 85 τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου αφτού με τις αθάνατες της θάλασσας νεράιδες και τέρι νάπαιρνε ο Πηλιάς απ' τις θνητές γυναίκες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν