Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Κι' αφτός μες στο σωρό να πέσει και ναν τον σπάσει βιάζουνταν, και ταραχή μεγάλη έρηξε σ' όλους, κι' άρχισε πελέκι χέρι χέρι. 539 Φόβο του Αία τούβαλε τότε ο μεγάλος Δίας. 544 Και στέκει ολόξαφνος, πετάει στη ράχη την ασπίδα, 545 κι' αφού 'δε γύρω, σα θεριό κατά το πλήθος κάνει τηρώντας πίσω, μια σταλιά γόνα περνώντας γόνα.
Μπροστά αυτός και πίσω πεζοί και καβαλλάρηδες, τράβηξε μακρυά κατά το κάστρο, στη μεγάλη τη σιδερόπορτα για να δεχθή το βασιλόπουλο. Έξω απ' το κάστρο αγκαλιαστήκανε ο βασιλιάς με το παιδί του. Και σαν εφιληθήκανε γλυκά, τούβαλε την κορώνα στο κεφάλι του, καινούργιος βασιλιάς, να περάση τη σιδερόπορτα να μπη στην πολιτεία. Μισοούρανα σηκώθηκε η χαρούμενη χλαλοή των πιστών του.
Είπε, και κράζει του πιστού συντρόφου του Αφτομέδου ναν του τα φέρει· κι' άμα αφτός του τάφερε από μέσα, τάδωκε εφτύς στον Έβμηλο που με χαρά τα πήρε. 565 Τότε απ' το πάθος βράζοντας σηκώθηκε ο Μενέλας και τον Αντίλοχο έλεγες πως ζήταε να σπαράξει. Κι' ο κράχτης τούβαλε ραβδί στο χέρι, κι' είπε σ' όλους σωπή να κάνουν.
Από τα πρώτα που έστησ' εκεί ο Κωσταντίνος είταν η πορφυρόλιθη κολώνα της Ιεράπολης, με το μπρούντζινο άγαλμα του Απόλλωνα στην κορφή της, μα κατά το ρωμαϊκό το σύστημα ταποκεφάλισε ο Κωσταντίνος αυτό τάγαλμα και τούβαλε κεφάλι όμοιο με το δικό του.
Στα στήθια θάρρος τούβαλε, και πάει κοντά του στέκει — για ναν τον σώσει από βαριά κακοτυχιά θανάτου — και στην οξιά ακουμπάει χωστός μες σε πυκνό σκοτάδι.
Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας. Αφού τόσα είπε, τον εφίλησε και τούβαλε να πιή, επειδή ήταν πια μεσημέρι και τον ξεπροβόδισε ίσαμε παραπέρα, κάνοντάς του κάθε περιποίηση.
Μαλαματένιο γύρο έχουν αφτοί, πάντα άλιωτο, και χάλκινα από πάνου στεφάνια, θάμα μοναχό, με τέχνη τεριασμένα· 725 κι' είναι απ' ασήμι και τα διο τριγύρω κεφαλάρια. Και το κουτί είναι με χρυσά λουριά και μ' ασημένια δεμένο, και τριγυριστό από διπλά στεφάνια. Και τ' ασημένιο τούβαλε τιμόνι, και στην άκρη του δένει απάνου το ζυγό, λαμπρό μαλαματένιο, 730 και τα κατάχρυσα περνάει πανώρια ζυγολούρια.
Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν