Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ο κάμπος με τα λούλουδα Ναι δεν πέθανε-μα εκείνην τη νύχτα κατάλαβε πως για την ευτυχία του Νίκου της έπρεπε να πεθάνη. Και τότε η ψυχή της η αδικημένη, πόθησε να πετάξη !. . . Μα δεν ξεψυχούσε- Αισθανόταν πάντα την ίδια τρομερή αδυναμία σα να της είχανε ρουφήξει όλο το αίμα, σα νάχε σπάσει μέσα της η μηχανή της ζωής. Βεργινία!

Και δε σταμάτησαν παρά αφού τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους σ' άλλα χτήματα. Κ' ενώ εκείνοι εκυνηγούσαν τους Μεθυμνιώτες, η Χλόη με πολλήν ησυχία φέρνει το Δάφνη στις Νύμφες και του πλένει το ματωμένο πρόσωπο, επειδή είχανε σπάσει τα ρουθούνια του από κάποιο χτύπημα, και βγάζοντας από το ταγάρι της ένα κομμάτι ψωμί και τυρί του δίνει να φάη.

Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένουςτο αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτέβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.

Κι όμως, θυμόταν εκείνο το γέλιο, εκείνο το πρόσωπο σκυμμένο επάνω του, εκείνη τη σκιά κι εκείνο το τρεμάμενο φως τριγύρω, και η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε και πήγαινε να σπάσει. Η Λία, όπως ήταν τη νύχτα της φυγής, στεκόταν μπροστά του. «Κάτι ακόμη και τελειώσαμε.

Περνά λίγη ώρα, και κάτι μυστηριώδες και αόρατον εμβάλλει εις κίνησιν τας μαγικάς, θα έλεγες, πτέρυγας και τους διαφόρους τροχούς· η αργυρά χορδή δεν είχε σπάσει, το χρυσούν αγγείον δεν συνετρίβη ανεπανόρθωτα. Αλλά, επί του παρόντος, πού ήτο η ψυχή;

Εφοβείτο μήπως η προ πέντε ημερών πεσούσα χιών είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδενδρα, κ' επήγεν ως εκεί διά να ίδη και βεβαιωθή, ας ήτο και νυξ φθάσασα εκεί, εβεβαιώθη ότι δεν είχε γείνει ζημία τις από την χιόνα, και μείνασα ευχαριστημένη, εγύρισεν εις τον δρόμον της χαμηλότερα διά του ρεύματος, κ' έφθασεν εις τον μύλον, χωρίς να περάση από την Παναγίαν την Κεχρεάν.

Τελευταία όμως ένας Ζαγορίσιος είχε ειπή στα Γιάννινα, και τα λόγια έφτασαν ως το χωριό, ότι ο Τασιούλας είχε κατηγορηθή άδικα όταν έφτασε στο Γιάσι, ότι είχε σπάσει μια κάσσα και πήρε φλωριά και καταδικάστηκε σε είκοσι πέντε χρόνια φυλακή, κι' ότι μες στη φυλακή έκρυβε την εντροπή του, μη θέλοντας να ειπή ούτε από ποιο χωριό είταν, ούτε στο σπίτι του να γράψη, κι' ότι μέσα στη φυλακή, που βρίσκουνταν, έφκιανε διάφορα εργόχειρα και με την οικονομία του είχε κάνει αρκετή περιουσία και περίμενε να τελειώση η ποινή του και ναρθή στην πατρίδα του.

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι

Τότες του λέει η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναι, αδέρφι, μούκαναν πολλά κι' η μάννα κι' ο πατέρας, πολλά οι συντρόφοι, κι' έπεφταν στα πόδια μου ένας ένας, 240 να μείνω αφτού· τόσο όλοι τους τον τρέμουν· μα η καρδιά μου στα στήθια μέσα πήγαινε να σπάσει από λαχτάρα.

Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, ως μέσα η κάθε λέξη σου στα σωθικά μου μπήκε· 645 μα πάει η ψυχή μου απ' το θυμό να σπάσει, όταν στο νου μου μούρθουν εκείνα, ως αφτός με ποδοκύλησε, έτσι σαν κάνα ασήμαντο ραγιά σ' όλους μπροστά τ' ασκέρι. Μα σύρτε τώρα πέστε του πως όχι! δε σαλέβω.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν