Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Είχε περιέργειαν να ίδη πού θα διηυθύνετο η ξένη. Φθάσασα η νέα εις το σύμπλεγμα των βράχων, ων όπισθεν είχε κρυβή από των όψεων αυτής η ξένη, παρετήρησε, και είδε, πράγμα παράδοξον, ότι αύτη δεν ήτο ορατή πλέον, καθ' όλον το μήκος της οδού. Κάτωθεν εσχηματίζετο πεδιάς, το μέρος δ' εφ' ου ίστατο η Αϊμά, ήτο υψηλότερον και ουδέν απεκρύπτετο από των οφθαλμών του εκείθεν θεωμένου.
Ήτο μια πρωινή του Ιουλίου· αφ' εσπέρας είχαν λάβη γράμμα από τον Καραγιάννην ότι η «Μπέλλα», φθάσασα εις Μασσαλίαν με φορτίον, θα ήρχετο εις την πατρίδα μετά την εκφόρτωσν. Και ήσαν καταχαρούμενοι ο Αντωνέλλος και η αδελφή του· αυτή μάλιστα είχε διοργανώση μίαν εκδρομήν εις το νησάκι του Μπάου, το οποίον απείχε μόλις ένα μήλι από το μεγάλο νησί.
Εφοβείτο μήπως η προ πέντε ημερών πεσούσα χιών είχε σπάσει τίποτε κλωνάρια από τα ελαιόδενδρα, κ' επήγεν ως εκεί διά να ίδη και βεβαιωθή, ας ήτο και νυξ φθάσασα εκεί, εβεβαιώθη ότι δεν είχε γείνει ζημία τις από την χιόνα, και μείνασα ευχαριστημένη, εγύρισεν εις τον δρόμον της χαμηλότερα διά του ρεύματος, κ' έφθασεν εις τον μύλον, χωρίς να περάση από την Παναγίαν την Κεχρεάν.
Η δυστυχής νέα, έντρομος, αγωνιώσα, φρίττουσα, αισθανομένη εαυτήν έρημον της θείας και της ανθρωπίνης βοηθείας, αφού έτρεξεν επί πολλήν ώραν, όπως ηδυνήθη, και δι' ης οδού έτυχεν, απηύδησε τέλος. Φθάσασα παρά τον αιγιαλόν, δεν είχεν άλλην διέξοδον ή να ριφθή εις την θάλασσαν, αλλ' όμως δεν είχε την τόλμην ταύτην. Ήκουε τα βήματα των καταδιωκόντων αυτήν προσεγγίζοντα.
Οι ένοπλοι άνδρες εν ακαρεί τον εφίμωσαν και τον έδεσαν. Τον μετέφερον δε πλησίον των συντρόφων των. Ήτο η οπισφοφυλακή των Αγαρηνών, ήτις, φθάσασα εις την κοιλάδα την εκτεινομένην κάτω του ζυγώματος των Τριών Σταυρών, εύρε καλόν έρμαιον τας αίγας του πτωχού αιπόλου. Οι βάρβαροι έσφαξαν πάραυτα τρεις τράγους, και όσα ερίφια υπήρχον τα έγδαραν και τα εσούβλισαν.
Αι όχθαι του Τιβέρεως ήσαν πλήρεις ανθρώπων πνιγμένων, τους οποίους κανείς δεν έθαπτε και οίτινες επλήρουν τον αέρα λοιμωδών αναθυμιάσεων. Περί την έκτην ημέραν η πυρκαϊά φθάσασα εις ανοικτούς τόπους εξησθένισε. Πολλοί πλανώμενοι με θλιμμένην την όψιν παρεμέριζον περίλυποι τα καπνίζοντα ερείπια, αναζητούντες εντός αυτών αντικείμενα προσφιλή ή τα οστά αγαπητών υπάρξεων.
Φθάσασα εις το υπερώον, ήνοιξε την θύραν, και εύρε την ξένην ορθίαν εισέτι, και διατελούσαν προφανώς υπό την εντύπωσιν της συνδιαλέξεως αυτής μετά της Βεάτης. Αλλ' η Σιξτίνα ουδεμίαν είχεν αφορμήν να παρατηρήση τούτο. — Ε, πώς πέρασες, κόρη μου; την ηρώτησεν η Σιξτίνα. — Καλά, μητέρα μου, απήντησεν η Αϊμά, αναμιμνησκομένη την σύστασιν της Βεάτης, όπως μη εμπιστεύηται εις την Σιξτίναν.
Ευτυχώς εγνώριζε καλώς όλα τα μονοπάτια των πέριξ μερών. Φθάσασα εις ρεύμα τι, όπερ ώφειλε να διαβή, όπως ανέλθη εις το ύψωμα το κείμενον αντικρύ της καλύβης, ησθάνθη φόβον. Το μέρος ήτο σκιερόν και υγρόν, θάμνοι δε και καλαμώνες πυκνοί υψούντο πέριξ. Πάντοτε εφοβείτο να διαβή νύκτα διά του ρεύματος εκείνου. Και δεν ήτο μεν νυξ, αλλ' επέκειτο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν