United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!

Ευρίσκετο πλησιέστατα της οικίας του Θωμά και διά μέσου των κλώνων της συκαμινέας διέκρινε την Πηγήν, όπως την είδεν άλλοτε ορθίαν εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθάς εις τας όρνιθας. Ήτο δε και η αυτή ώρα. Αλλά τώρα το ρόδινον φως του δειλινού περιέβαλλε θλιβερωτάτην εικόνα. Πόσον είχε μεταβληθή η κακομοίρα! Ήτον αγνώριστη.

Φθάσασα εις το υπερώον, ήνοιξε την θύραν, και εύρε την ξένην ορθίαν εισέτι, και διατελούσαν προφανώς υπό την εντύπωσιν της συνδιαλέξεως αυτής μετά της Βεάτης. Αλλ' η Σιξτίνα ουδεμίαν είχεν αφορμήν να παρατηρήση τούτο. — Ε, πώς πέρασες, κόρη μου; την ηρώτησεν η Σιξτίνα. — Καλά, μητέρα μου, απήντησεν η Αϊμά, αναμιμνησκομένη την σύστασιν της Βεάτης, όπως μη εμπιστεύηται εις την Σιξτίναν.

Η Κυρά Ρήνη ήκουσεν από του καθίσματός της, συγκεχυμένας εκ της αποστάσεως, τας φωνάς των παιδιών. Από ώρας ήδη είχε σώσει την μέταξαν της του λούπας της χωρίς και αυτή να το εννοήση και σταυρώσασα επί των γονάτων τας χείρας έμεινε με την κεφαλήν ορθίαν εις τα εμπρός, το βλέμμα έχουσα προσηλωμένον μακράν, εις την κορυφήν κυπαρίσσου την οποίαν ο ήλιος εχρύσωνε διά του φωτός του.

Προσεδόκα δε μετά πολλής ανυπομονησίας την επάνοδον του θεράποντός του. Παράδοξον δε ότι εφοβείτο μήπως ο Μάχτος δεν έλθη, μήπως ο Θευδάς δεν επιστρέψη, και καθ' όλου προέβλεπε πρόσκομμά τι εις την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του. Διέκρινεν ως σκιάν τινα ορθίαν εν τω σκότει, απειλητικήν και ζητούσαν να ματαιώση τα σχέδιά του.

... Εκαθήμην μόνος εις μίαν άκραν της ακτής, και τα βλέμμα μου πλανώμενον συνήντα από καιρού εις καιρόν μίαν υψηλήν και λεπτήν γυναικείαν μορφήν, ορθίαν εις απόστασιν επί αλιπλήκτου βράχου και βλέπουσαν προς την δύσιν. Εν τω μεταξύ αι σκιαί επυκνούντο, ελαφροτάτη πνοή αύρας ήρχισε να ψιθυρίζη μυστηριώδεις λόγους εις την ακοήν μου και εις την λείαν επιφάνειαν της θαλάσσης διήρχοντο φρικιάσεις.

Κ' είδε τον γέροντα με υψωμένας τας χείρας, με ορθίαν κεφαλήν να ψηλώνη, να ψηλώνη πάντοτε, να μεγαλύνεται εις σύνδεσμον άρρηκτον της γης και του ουρανού. Και μαζί μ' αυτόν, υπό τους πόδας του απ' αυτά τα χιονισμένα μνήματα των παιδίων, είδε δύο άστρα μεγάλα, φεγγοβόλα με γλυκύ πρασινωπόν φως ν' αναβαίνουν συγκρατητά εις το στερέωμα, με άρρητον γαλήνην και θειότητα.