United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή έμνεισκεν εκστατική βλέποντάς με πολλά ήρεμον, και κάποτε με έβγαζεν από το κλουβί και επετούσα με ελευθερίαν, μα από κοντά της δεν έφευγα έχοντας χαράν να την χαϊδεύω εγώ με τες φτερούγες μου, και με το πέτασμα που έκανα ολόγυρά της, και με κάποια γλυκά τζιμπήματα που της έκανα. Και με τούτον τον τρόπον αυτή με αγαπούσε τόσον, που μίαν ώραν δεν έστεκε χωρίς να με έχη κοντά της.

Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφάαλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του.

Πρέπει όμως οπωσδήποτε να διακρίνω μεταξύ του πλήθους την ζωηρότητα και την χάριν της Κυρίας Κ., το επιβάλλον παράστημα της Κυρίας Σ., την ήρεμον μεγαλοπρέπειαν της Κυρίας Λ. και το αφελές εκείνο αλλ' ανθηρότατον κάλλος της Κυρίας Ν., όπερ κρίμα αληθώς ότι ατελώς εκτιμά η ράπτριά της.

Επερίμενα με αίσθημα όχι ανόμοιον φόβου την στιγμήν, ότε ήθελε και πάλιν στυλώσει το βλέμμα του επ' εμού, μετά την ανάγνωσιν της επιστολής. Την ανέγνωσεν επί τέλους και έστρεψε προς εμέ το βλέμμα, αλλά βλέμμα ήρεμον και φιλικόν, με μειδίαμα εις τα χείλη. — Καλώς ήλθες, μου είπεν. Ο θείος σου μου γράφει ότι δεν σου λείπει η όρεξις να κακοπεράσης μαζί μας.

Ο κόσμος μας εγνώριζε προ υμών, ότι, όταν το τελευταίον ποτήριον εκενούτο, ήτο καιρός να εξαφανισθή τις, να επανέλθη εις το σκότος, και ο κόσμος μας γνωρίζει ακόμη να πράττη τούτο με πρόσωπον ήρεμον. Ο Πλάτων βεβαιοί ότι η αρετή είνε μουσική, και η ζωή του σοφού είνε αρμονία. Ούτω λοιπόν θα ζήσω και θα αποθάνω ενάρετος.

Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου. Τέλος την ηγάπα. Εκείνη, συχνά εξερχομένη εις τον εξώστην, τον εκύτταζεν επί μίαν στιγμήν, ρεμβή και αλλόφρων.

Μόνον εις τας κρυφίας σκέψεις των οι δαιτυμόνες, μάλλον, φαίνεται, εν εκπλήξει ή εν οργή, απετόλμησαν να αμφισβητήσωσι την ήρεμον ταύτην αξίωσιν επί ιδιότητα πλέον ή επίγειον. Μόνον εις τας καρδίας των σιωπηλώς ηρώτων: Τις είνε ούτος, όστις και αμαρτίας συγχωρεί;

Εις τον βασιλικόν θρόνον επί κλίνης ο άγιος Βασιλεύς κοιμάται ύπνον ήρεμον και γλυκύν, και θα σηκωθή την ημέραν εκείνην . . . Ο Καπετάνιος τότε, χωρίς να σκεφθή πού ευρίσκετο, αναφωνεί έντρομος πάραυτα: — Χριστός βοσκρές! Ο γέρων μουσουλμάνος τότε έμεινεν άφωνος εκ της εκπλήξεως.

Το βαθύ μάθημα, το σωτήριον διά πάντα άνθρωπον πάσης τάξεως και ηλικίας, όπερ προκύπτει από μίαν μακράν ήσυχον εργασίαν και από ένα αφανή και ήρεμον βίον, το είχε διδαχθή ήδη τελείως ο Ιησούς, και τώρα πλέον είχε σημάνει οριστικώς η ώρα της διδασκαλίας του και η ώρα του μεγάλου έργου της αναγεννήσεως του ανθρώπου.

Και με φωνήν ήρεμον και αποφασιστικήν εξεσφενδόνισε προς τον πατέρα του την εξής σοβαράν φράσιν: — Δεν τήνε παίρνω 'γώ την Πηγή! Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα, το οποίον εσήμανε: «Δε σου τάλεγα;» — Δεν τήνε παίρνεις; είπεν ο Σαϊτονικολής με φωνήν ημιπνιγμένην. Ο Μανώλης είχε σκύψει και απέξυε την επικαθημένην εις το υπόδημά του λάσπην. — Και γιάιντα, νάχωμε καλό ρώτημα;