Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Το όνειρόν της εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν. Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.

Ο Μήτρος Γλάμης μόλις ειρήνεψε το δικό του πέρασε στο ξένο· το ίδιο κι ο Βασίλης ο Ζάρακας· το ίδιο κι άλλοι, κοντινοί και μακρινοί. Καθένας που ένοιωθε δύναμη στα χέρια του κι αχορταγιά στην ψυχή του, πήδαγε με το έτσι θέλω στο χτήμα του Χαγάνου κ' έκανε ότι ήθελε. Άλλος ξερρίξωνε ταμπέλια και τάσπερνε σιτάρι· άλλος έκοβε τα λιοστάσια και φύτευε αμπέλια· άλλος έκαιε τα δάση και τάφινε λιβάδια.

Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε τους ώμους του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήση την φαντασίαν του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, εφοβείτο ο δυστυχής!

Και η λυχνία, ήτις έκαιε κρεμαμένη από της οροφής, και το ξύλινον βάθρον όπερ εύρεν ο Πλήθων ίνα καθίση, και η εκ πτερίδων και χλοερών φύλλων κλίνη, ήτις έκειτο παρά την γωνίαν όπως αναπαυθή ο οδοιπόρος; Πώς ευρέθησαν ταύτα πάντα; Ο Πλήθων εξέλαβε το δώρον ως παρά των θεών προερχόμενον, και ανέπεμψεν ένθερμον προσευχήν.

Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά. Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των.

Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.

Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου. Τέλος την ηγάπα. Εκείνη, συχνά εξερχομένη εις τον εξώστην, τον εκύτταζεν επί μίαν στιγμήν, ρεμβή και αλλόφρων.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Τώρα ο ήλιος έπιπτε, καθώς έκλινε προς δυσμάς, εις το μέρος του λάκκου, κ' έκαιε πολύ. Η αγγαρεία εγίνετο δυσκολωτέρα. Εν τοσούτω έσκαψαν ακόμη ως δύο ώρας, πότε ο Νικολός πότε ο Γιαννιός. Πτυάριον δεν υπήρχε, και ανεβίβαζον το χώμα με τας δράκας. Η γη εγίνετο σκληρότερα, πετρώδης, ή σχιστολιθοειδής. Ήτο κόπος και πόνος. Τους ώκτειρα, και ήθελα να σκάψω. Αλλ' ήμην αδέξιος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν