United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΡΗΓΟΡΗΣ Όποιος είναι άνω κάτω σαλεύει. Και η παλληκαριά είναι να μη σαλεύσης απ' εκεί όπου ευρέθης. ΣΑΜΨΩΝ Δεν σαλεύω κ' εγώ αν απαντήσω κ' ένα σκυλί απ' εκείνο το σπίτι· ή άνδρα, ή γυναίκα τύχω δεν σαλεύω! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Λοιπόν είσαι δειλός; Μόνον οι δειλοί κολνούν εις τον τοίχον. ΣΑΜΨΩΝ Καλά λέγεις· και διά τούτο σπρώχνομεν εις τον τοί- χον τας γυναίκας, οπού είναι αδύνατα αγγεία.

Έτυχέ ποτε, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον!

Πόσον άνω ανήλθες, και παρετήρησες τόσον κάτω;. . . Και με ποίας πτέρυγας ανήλθες, και κατέπεσες, ως ο Ίκαρος, ικανοποιημένος ότι ευρέθης υπό στέγην και εντός των τεσσάρων τοίχων, εις ους σ' επανευρίσκω μακαρίως κοιμώμενον;. . . Εκπλήττεσαι και σιγάς;. . .

Φαίδων , συ ο ίδιος ευρέθης πλησίον του Σωκράτους κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έπιε το δηλητήριον μέσα εις την φυλακήν, ή ήκουσες κανένα άλλον να το λέγη; Φαίδων. Εγώ ο ίδιος παρευρέθην, Εχεκράτη. Εχεκράτης. Και ποία είναι λοιπόν εκείνα, τα οποία είπεν ο μεγάλος αυτός άνθρωπος προ του αποθάνη, και με ποίον τρόπον απέθανεν; Ειπέ μου, διότι με ευχαρίστησιν θα τακούσω.

Εσύ, — και να μη σου κακοφανήαπό την ώραν οπού έδειξες απείθειαν εις τον πατέρα σου και δεν ηθέλησες ν' ακούσης την συμβουλήν του, και έπραξες πράγμα χωρίς την ευλογίαν του, έχασες της θείας χάριτος τα δυνατά όπλα, και ευρέθης έξαφνα γυμνός και άοπλος απέναντι της μισανθρωπίας του πονηρού. Δι' αυτό δεν ημπόρεσες να αποφύγης τα βέλη του. Όμως ας έχη δόξαν ο Πολιεύσπλαγχνος και Πανάγαθος Θεός!

Παράδοξον μοι φαίνεται πώς ευρέθης εδώ. Έκαμα περιοδείαν εις την Πελοπόννησον, απήντησεν ο Σχολάριος. Επειδή επλησίασα εις τα χώματά σου, εφαντάσθην ότι δεν ήθελες μοι αρνηθή την φιλοξενίαν σου δι' ολίγην ώραν. — Και διά πολλήν, είπεν ο Γεμιστός. Ο Σχολάριος εκάθισε και περιέμενε να λάβη ο οικοδεσπότης τον λόγον. Παρήλθον στιγμαί τινες.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Αρχόντισσα καλή μου, δεν με γνωρίζεις, αλλ' εγώ ποια είσαι το γνωρίζω· φοβούμαι ότι κίνδυνος σου έρχεται μεγάλος. Ενός ανθρώπου ταπεινού την γνώμην άκουσέ την εδώ μη τύχη κ' ευρεθής! Να πάρης τα μικρά σου και φύγετε! Είμαι σκληρός να σε τρομάζω τόσον, αλλά θα ήτο φοβερόν χειρότερα να πάθης,... και σ' έρχονται χειρότερα! — Θεός να σε φυλάξη! Δεν μένω περισσότερον, Φοβούμαι!

Εγώ σου δίδω το θέλημα, απεκρίθη εκείνη· εσύ πρέπει το βράδυ να ευρεθής εις την ιδίαν πόρταν του μετσινίου, και θέλω κάμει να σε φέρουν εδώ. Ετούτο λέγοντας ο Κουλούφ, ευχαριστώντάς την, εβγήκεν από το παλάτι. Φθάνοντας εις την κατοικίαν του, όλην την νύκτα δεν έκλεισε μάτι στοχαζόμενος το κάλλος της Δηλαράς, και τα όσα είδεν εκείνην την ημέραν. Το ταχύ που εσηκώθη ευθύς επήγεν εις τον Βασιλέα.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου· θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως μην κάμης.