United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου· θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως μην κάμης.

Παίρνω αμέσως τους κολλήγους, τους βάνω στον τράφο, τους δίνω τους γκράδες στα χέρια. — Βαράτε, λέω, στο κρέας· ίσα στο κρέας· ρουθούνι να μη μείνη! Βγάνω και πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά και τα στένω στη σκάλα.

Άιντε δα, είπεν ο Μόχογλους, και να μην ακούσω πως πίνεις κρασί. Κατές πως ο προφήτης μας είπε να μην πίνωμε κρασί. Εγώ που θωρείς δεν το βάνω ποτέ στο στόμα μου. Είνε μεγάλο κρίμα. Ντοαλέρ , Τζαφέρ αγά! Ο Μόχογλους, αφού έβαλε την μπιστόλα στη μέση του, εφτέρνισε τάλογό τον κέφυγε· κιο Σιφογιάννης έμεινε στο δρόμο μόνος με την απελπισία του.

Και κάθε τόσο μνήσκο και βάνω προσοχή· Μου φαίνεται ν' ακούω, κυρά, να μου μιλής, Οπίσω να με κράζης, ναρθώ με προσκαλείς. Της φαντασίας είναι παιγνίδια όλα αυτά, Κι' ορέγεται ο Έρως μ' αυτή να μ' απατά.

Ωστόσον ημέραν παρ' ημέραν άρχισα να βάνω εις καλήν τάξιν το σπίτι μου, το εργαστήριον και τας υποθέσεις μου, ότε μετά δέκα ημέρας βλέπω και μου παρασταίνονται εις το σπίτι μίαν ημέραν δύο σκυλλιά μαύρα και κινούντα την ουράν με την κεφαλήν σκυπτήν μου έδειχναν αγάπην και ταπεινότητα, και από το σχήμα των και τα κινήματά των έδειχναν ότι ζητούν συμπάθειαν.

Σωκράτης Βλέπεις λοιπόν ότι αγωνίζεσαι να με εξαπατήσης με το να μου λέγης επί τούτω αντίθετα από εκείνα τα οποία είπαμεν και οι δύο προ ολίγου; Εταίρος Όχι, μα τον Δία, Σωκράτη, δεν το βάνω αυτό στο νου μου. Να ιδής όμως ότι συμβαίνει το εναντίον απ' ό,τι νομίζεις, διότι συ με εξαπατάς και δεν ειξεύρω κ' εγώ που θέλεις να καταλήξης.

Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου, τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει, που εδώ μου ψέλνεις ορισμούς του Δία ν' αστοχήσω 235 και κάλια θες εγώ πουλιά κι' αητούς μ' οργιά φτερούγες ν' ακούσω... που δεν τους ψηφάω, στο νου μου δεν τους βάνω, θένε δεξά ας πηγαίνουνε όθε ανατέλνει ο ήλιος, θένε ζερβά, κατάισα κατά τη μάβρη δύση. 240 Εμείς τη γνώμη του Διός ν' ακούμε πρέπει, π' όλους ορίζει αθρώπους και θεούς.

Μον πάλι αν είν' αβόλευτο, και το 'χε το γραφτό μου, Να χωριστώ στα ζώντα μου το φίλον το δικό μου. Μηδέ μπορεί να γένη αλλιώς, παρά να το φτουρήσω. Από τ' εσέν' που λαχταρώ, πλιο χέρι να τραβήσω. Λιθάρι βάνω στην καρδιά, στα σωθικά μου πέτρα, Και παίρω την απόφασι, και μπαίνω σ' άλλα μέτρα. Αντίς να βασανίζομαι, να κολυμπώ στο δάκρυ, Τον κόσμο αρνιούμ' ολότελα, και τη ζωή στην άκρη.

« Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα » Με τέσσαρες χιλιάδες, » Καιτου Χαϊδάρη τα βουνά » Όλο μανία φθάνω. » Βάνω σε τάξι τα παιδιά «'Κει, και τη θέσι πιάνω. » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής . » Μ' όλο Αρβανιτάδες

Πήγα λοιπόν κι άρχισα να τον ορμηνεύω: όχι τούτο, όχι κείνο· έτσι τούτο, έτσι κείνο. Μα αυτός τη δουλειά του· δεν ήθελε να μ' ακούση... — Δεν τον άφινες να κάνη ό,τι θέλει· του είπε η Ελπίδα. — Ό,τι θέλει! πως θα τον αφήσω να κάνη ό,τι θέλει! Πιάνω, που λες, μια μηλιά που είχε φυτεμένη δίπλα σε καρυά, την ξερριζώνω και τη βάνω παραπέρα. — Να, μωρέ κουλούκι, του λέω· εδώ είν' η θέση της.