Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
ΤΡΙΝΚ. Θα σκάσω από τα γέλια με τούτο το ζω — τι κατεργάρικο τέρας! — το βάρουνα στην ψυχή μου. ΣΤΕΦΑΝ. Έλα φίλησε. ΤΡΙΝΚ. Μόν' που το μαύρο εμέθυσε· ένα βρωμερό τέρας. ΚΑΛΙΜΠ. Εγώ σου δείχνω τες καλύτερες βρύσες· σου μαζεύω κούραμα, σου βγάνω ψάρια, σου φέρνω όσα ξύλα αγαπάς. Πανούκλα να κόψη τον τύραννο που δουλεύω! Δεν του κουβαλώ άλλα ξύλα, μόνο σέν' ακολουθώ, θαυμαστέ άνθρωπε.
Δε σούπανε να μη μου μιλής; Αντί ναπαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κεγώ: — Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου; — Ποιος σου τώπε; — Ο κιρατζής ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας. — Εγώ, γυιέ μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου. Κιαφού σώπασε λίγο: — Μα μπορεί, είπε, νάχουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνη κακό.
Μολαταύτα — και δεν βγάνω έξω παρά μοναχά σένα, καθώς πρέπει, Βασιληά Μάρκε — αν κανείς από τους βαρώνους σου θέλει ν' αποδείξη με μονομαχία ότι αυτός ο φόρος είναι άδικος, θα δεχθώ την πρόκλησί του. Ποιος από σας, Άρχοντες της Κορνουάλλης, θέλει να πολεμήση, για να μη πληρώση ο τόπος σας το φόρο;» Οι βαρώνοι κύτταζαν λαθραία ο ένας τον άλλο, και χαμήλωναν τα κεφάλια.
Και σταφνίζεται να φύγη, Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίβεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει· Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζε 'ς· απογάλι, Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω.
Είν' αμαρτία να σε βγάνω απού τη βουλή κεινής που σε γέννησε κέχω να δώσω λόγο εκειά που θα πάω. Φοβούμαι περισσότερο για σένα· γιατί καταλαβαίνω πως η γιαρρωστιά μου 'νε κολλητική. Κια σαφήνω νάρχεσαι κοντά μου, είνε σα να θέλω το κακό σου. Πρέπει να μαποφεύγουνε και να με φοβούνται όλοι, ακόμη κη μάνα που μεγέννησε, και ναποθάνω έρημη. — Εγώ δε φοβούμαι, Βαγγελιό, της είπα.
Καλώς ήρθες, Κύριε· τούτο το σπήλαιο είν' η Αυλή μου· εδώ έχω λίγους υπηρέτες, και εις το νησί δεν έχω υπηκόους. Σε παρακαλώ να κυττάξης εκεί μέσα. Αφού μου ξανάδωσες τη δουκαρχία μου, εγώ σ' ανταμείβω με πράμμα ώμορφο άλλο τόσο· βγάνω όξω τουλάχιστο ένα θαύμα, να σ' ευχαριστήσω, όσο μ' ευχαριστάει ο θρόνος μου.
Θα σ' έχω ίδιαν αδελφήν αγαπητήν στης Αιωνίας ζωής τον κήπο, χέρι με χέρι θα περπατάμε, κάτασπρο περιστεριώνε ταίρι. Ανάβω. . . Άφησέ με!. . . από το κορμί μου φλόγες βγάνω. . . κάτω τα χέρια. . . παράτησέ με. . . σφάξε με, ν' αποθάνω θέλω. Σαν αδερφή σου δεν μπορώ να ζήσω. Γυμνό θέλω να σε χαρώ, νυχτιές ερωτικές μαζύ σου ν' αγρυπνήσω!
Παίρνω αμέσως τους κολλήγους, τους βάνω στον τράφο, τους δίνω τους γκράδες στα χέρια. — Βαράτε, λέω, στο κρέας· ίσα στο κρέας· ρουθούνι να μη μείνη! Βγάνω και πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά και τα στένω στη σκάλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν