United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορέστη, αδελφέ μου, είσαι πολύ μικρός ώστε να βοηθήσης την αγαπητήν σου αδελφήν, αλλά κλαύσε και συ και παρακάλεσε τον πατέρα μας να μη θανατώση την αδελφήν σου. Τας συμφοράς αισθάνονται κάπως και τα νήπια. Ιδού, πατέρα μου, και αυτός ακόμη ο Ορέστης σε ικετεύει έστω και σιωπών. Λυπήσου με και φείσθητι της ζωής μου.

Τι χαρά! την έβλεπε τώρα την αντίζηλόν της, την μόνην της αντίζηλον, την καπνοσύριγγα την αγαπητήν, την τρισευλογημένην, οπού της ήρχετο να τρέξη και να την εναγκαλισθή, να την φιλήση με όλην την δύναμιν της ψυχής της. Δι' αυτήν λοιπόν την αντίζηλον εμελαγχόλει ο καλός της σύζυγος, ο καλλίτερος των συζύγων! Ω! τώρα ειξεύρει τι θα κάμη.

Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου 186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του, την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του, όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας αγκάλας της λέγουσα·

Αφού η Πομπωνία Γραικίνα και η Λίγεια είνε χριστιαναί, σημαίνει ότι οι χριστιανοί δεν είνε κακοποιοί, εν τούτοις απέδειξαν διά της αρπαγής της Λιγείας, ότι δεν παίζουν, όταν πρόκειται περί μικράς τίνος αμνάδος εκ της ποίμνης των. Όταν ίδης την αγαπητήν σου, ηξεύρω ότι θα θελήσης να την αρπάσης εν ακαρεί.

Εξηπλώθην καταγής πλησίον της μητρός μου και έκλεισα τους οφθαλμούς, άνευ της ελαχίστης δυνάμεως εις τα μέλη μου, άνευ σκέψεως εις την κεφαλήν μου. Και ησθάνθην την χείρα της μητρός επί του μετώπου, και ήνοιξα τους οφθαλμούς και είδα την αγαπητήν κεφαλήν της κεκλιμένην άνωθέν μου. Δεν αντηλλάξαμεν λέξιν, αλλ' έκυψεν η μήτηρ μου και μ' εφίλησε, και έκλεισα πάλιν τους οφθαλμούς.

Αυτά ενόμισα «καλόν να τα κοινοποιήσω εις εσέ, την αγαπητήν σύντροφον «των μεγαλείων μου, διά να μη στερηθής ό,τι σου ανήκει «από την χαράν μου, μη γνωρίζουσα τι μεγαλείον ακόμη σε «περιμένει. Κρύψε τα αυτά εις την καρδίαν σου και υγίαινε». Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης, και θα γείνης κι' ό,τι σου έταξαν!

Ο Αλβέρτος μου υπεσχέθη ευθύς μετά το δείπνον να είναι με την Καρολίναν εις τον κήπον, που ήτο κατασκευασμένος εν είδει αμφιθεάτρου. Εστεκόμουν εις το επάνω μέρος, κάτω από τις υψηλές καστανιές, και έβλεπα προς τον ήλιον, που τώρα για τελευταία φορά μου εβασίλευεν εις την αγαπητήν κοιλάδα, εις το γλυκό ποτάμι.

Αλλ' άμα ράψης ένα παπούτσι και πάρης επτά οβολούς, σηκώνεσαι το βράδυ και λούεσαι αν θέλης και αγοράζεις μία ρέγκα ή μερικές μαρίδες και ολίγα κρεμμύδια και τρως με όρεξι, πολλάκις δε και με τραγούδια, και φιλοσοφείς με την αγαπητήν πενίαν.

Ώστε, ω Ευθύφρον, αυτό που κάμνεις σήμερον συ και ζητείς να τιμωρήσης τον πατέρα σου ως φονέα διόλου δεν είναι παράξενον, εάν, ενώ προσπαθείς να το κατορθώσης, διά μεν τον Δία κάμνης πράξιν ευάρεστον, διά τον Κρόνον όμως και τον Ουρανόν κάμνης πράξιν εχθρικήν, και διά μεν τον Ήφαιστον , αγαπητήν πράξιν κάμνης, διά δε την Ήραν μισητήν απαράλλακτα δε και δι' οποιονδήποτε άλλον από τους θεούς, οι οποίοι, με το να έχουν διαφορετικά αισθήματα δι' έν πράγμα ο ένας με τον άλλον, φιλονικούν δι' αυτό μεταξύ των, και δι' εκείνους, δι' άλλον μεν φαίνεσαι ότι κάμνεις πράξιν αγαπητήν, δι' άλλον δε μισητήν.

Και ενθυμουμένη διάφορα επεισόδια του βίου της, έτρωγε και ωμίλει, με στωμυλίαν ατελείωτον, με όρεξιν νοσταλγούντος ανθρώπου, την στιγμήν που αποπλέει διά την αγαπητήν του γην, με την στερεάν πεποίθησιν ότι ουδείς πλέον δύναται να τον εμποδίση. Η Θωμαή, αφηρημένη πάντοτε προς τους αδιακόπως εισερχομένους ξένους, ήκουεν ίσως, ή και δεν ήκουεν.