United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μήτρος Γλάμης μόλις ειρήνεψε το δικό του πέρασε στο ξένο· το ίδιο κι ο Βασίλης ο Ζάρακας· το ίδιο κι άλλοι, κοντινοί και μακρινοί. Καθένας που ένοιωθε δύναμη στα χέρια του κι αχορταγιά στην ψυχή του, πήδαγε με το έτσι θέλω στο χτήμα του Χαγάνου κ' έκανε ότι ήθελε. Άλλος ξερρίξωνε ταμπέλια και τάσπερνε σιτάρι· άλλος έκοβε τα λιοστάσια και φύτευε αμπέλια· άλλος έκαιε τα δάση και τάφινε λιβάδια.

Ήρθε κι ο γιος του Χαγάνου σταλμένος από τον πατέρα του με πολλή παρουσία. Καβαλλίκευε χρυσοκάπουλη μούλα κ' είχε γύρω του έξη κολλήγους πεζούς μα χρυσοφορεμένους σα βασιλόπουλα. Άλλος κολλήγας από πίσω ωδηγούσε αράπικο άτι σελοχαλινωμένο για το γαμπρό. Ήρθε κι ο Μήτρος ο Γλάμης μαζί με το Βασίλη Ζάρακα με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα όσπρια τ' αποδοσίδια της γης τους.

Το προαιώνιο όπλο της γενιάς του είχε τώρα στα χέρια του και πίστευε μ' εκείνο να σαρώση τους εχτρούς του. Κ' ήταν όλοι εχτροί του εκεί μέσα· ο Χαγάνος, ο Γλάμης, ο Ζάρακας, ο Θεομίσητος. Κι όχι μόνον αυτοί αλλά κ' οι παλιοί φίλοι του. Όσο τους έβλεπε να κάθωνται μαζί με τους εχτρούς του και να συνομιλούν σκυφτά και μπιστεμμένα, τόσο άναβε η φιλυποψία του.

Τη βλέπει κανείς και νομίζει πως άμα κρυφθή στη γη θα κρυφθή κι ο ήλιος μαζί της· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Ήταν στην όλη Δημιουργία κάτι από τα πιο σημαντικά και δοξασμένα μέρη της κ' είνε φόβος με τον αφανισμό της να χαλάση τώρα κι ο κόσμος· εψιθύρισε με θλίψη του ο Γκενεβέζος. Ο Θεομίσητος δάγκωσε τα χείλη του. Δε θα πάψουν πια αυτά τα λιβανίσματα σ' ένα κουφάρι!

Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.

Αυτά ενόμισα «καλόν να τα κοινοποιήσω εις εσέ, την αγαπητήν σύντροφον «των μεγαλείων μου, διά να μη στερηθής ό,τι σου ανήκει «από την χαράν μου, μη γνωρίζουσα τι μεγαλείον ακόμη σε «περιμένει. Κρύψε τα αυτά εις την καρδίαν σου και υγίαινε». Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης, και θα γείνης κι' ό,τι σου έταξαν!

ΒΑΓΚΟΣ Ιδού, τα έχεις: Βασιλεύς και Καουδώρ και Γλάμης, τα πάντα όσα έταξαν αι τρεις των. Και φοβούμαι ότι το παν επρόδωκες διά να τ' αποκτήσης! Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρή αυτά η γενεά σου, κ' εγώ θα γείνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Μάλιστα αφού το λέτε σεις το πιστεύουμε· είπε κι ο Θεομίσητος. — Μάλιστα, το λέω γω γιατί είμαι γω· ναι, είμαι Ευμορφόπουλος ! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος. Κ' οι Ευμορφόπουλοι να το ξεύρετε τ' όνειρο και την πράξη τα είχαν ένα· να, έτσι δα, έτσι δα! είπε σφιχτοπλέκοντας τα δάχτυλά του.

Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.