United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε μου λέξις ήτο και όρκος, και τον επατούσα αμέσως ενώπιον του Ουρανού. Αγαπούσα πολύ το κρασί· και ακόμη περισσότερον τα τυχηρά παιγνίδια. Εξεπερνούσα και Τούρκον εις την ερωτομανίαν. Είχα καρδίαν άπιστου, αυτί προδότου, χέρι φονηά. Ήμουν χοίρος εις την ακαμωσιά, αλωπού εις την κατεργαριά, λύκος εις την αχορταγιά, σκύλος εις το λύσσασμα, λέωντο κυνήγημα.

Ήξερε την αμάχη που χώριζε παλαιούθε τους Θεομίσητους με τους Μορφόπουλους. Πριν ακόμα καταιβούν οι δικοί του σε τούτα τα χώματα, οι Θεομίσητοι σαν όρνια λιμασμένα είχαν αφανίσει τον τόπο. Μεγάλη τους ήταν η απονιά και μεγαλείτερη η αχορταγιά τους.

Και τέλος κου! κου!. κου!.. πλάκωνε βαρυπατώντας ο κόκκορας — ο κόκκορας ο κουρσάρος κι ο δαμαστής όλης της γειτονιάς. Κ' ήταν σε όλα του αξιόπρεπος· στη στάση του, στο βάδισμα, στο λάλημα και στη ματιά του. Ακόμα στο φαγί του τέτοιος φαινότανε. Δεν έδειχνε πείνα ούτε αχορταγιά. Ταπ! ταπ! ερράμφιζε τ' αραποσίτι κ' έπειτα ψήλωνε το κεφάλι του και βίγλιζε την τάξη στους υποταχτικούς του.

Στο τέλος ανάφερε με τέχνη την αχορταγιά του Κουρδουκέφαλου και τη θυσία της Ελπίδας. — Δε θέλω να προσβάλλω κανένα, είπε· μα δίχως αυτή τη θυσία σήμερα ίσως δε θα είχαμε την τιμή να βρισκώμαστε κάτω από μια τόσο δοξασμένη στέγη. Όλοι χεροκρότησαν το τέλος της πρόποσης· ένας με τον άλλον άρχισαν ν' αδειάζουν τα ποτήρια και να συγχαίρουνται τη νύφη για τη πράξη της.

Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα ράμφη γυριστά, έδειχναν θυμό κι αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορώνα σταυροφόρα· κι άλλη κορώνα πιο μεγάλη τάσμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια κορδέλλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα.

Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας, επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα.