Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Και ούτω θα εξηκολούθει να διάγη τας τελευταίας ημέρας του ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα ήρχετο ίσως ημέρα, καθ' ην η θάλασσα, το μέγιστον τούτο θηρίον, το οποίον επιμόνως προεκάλει, θα τον ανέρριπτεν εξεγειρομένη από των κόλπων της έως το στερέωμα, ως λέγει ο Βάυρων, και θα τον έπεμπεν ολολύζοντα εις τους θεούς του, απορρίπτουσα αυτόν οπίσω εις την γην. «Εκεί ας κείται! — There let him lay»

Θεαίτητος. Είμαι συμφωνότατος. Ξένος. Και λοιπόν, όσους έχουν αυτήν την τέχνην, πώς θα τους ονομάσωμεν; Διότι εγώ φοβούμαι να τους ονομάσω σοφιστάς. Θεαίτητος. Διατί δηλαδή; Ξένος. Θεαίτητος. Και όμως όλα αυτά όσα είπαμεν αρμόζουν εις κάτι τι παρόμοιον. Ξένος. Τι έχει να κάμη; Και ο λύκος παρομοιάζει με τον σκύλλον, αν και εκείνος είναι αγριώτατος, ενώ αυτός εδώ ημερώτατος.

Κ' έφυγε' πιάσ' ταμπέλια της που λέει κ' η παροιμία. Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη. Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.

Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα.

Οπόταν διαβαίνω εκείθεν και βλέπω το πεύκον, η καρδία μου σφίγγεται, ο δε ήχος του μου φαίνεται ωσάν να συλλαβίζη το όνομα του δυστυχούς Χρήστου. Δεκατρία έτη επέρασαν έκτοτε. Ήτο περί τα μέσα Αυγούστου. πρό τινων ημερών είχεν ακουσθή ότι εφάνη λύκος γύρω του χωρίου.

Κ' ήταν η πηγή σε πολύ γούπατο και γύρω της όλος ο τόπος γεμάτος από αρκουδόβατα και βάτα και χαμηλούς κέντρους κι' ασκόλυμπρους· εύκολα μπορούσε να κάνη εκεί καρτέρι και λύκος αληθινός. Αφού κρύφτηκε στο μέρος αυτό ο Δόρκωνας περίμενε την ώρα του ποτίσματος κ' έλπιζε πολύ ν' αρπάξη τη Χλόη, τρομάζοντάς τη με τη θωριά του.

Κλειέται με μιας κ' η θάλασσα· κι' ο &Μέρης& μανιωμένος, 'Σάν λύκος λυσσασμένος, Γρήγωρα θέλει τα κλειδιά. Τ' αρνιούνται οι κυκλωμένοι. Είνε το πρώτο κλείσιμο, δεν είναι πεινασμένοι, Και δεν τους λείπει τίποτα, έχουν μπαρούτι-βόλι, Έχουν καθάρια τη ματιά, είνε λιοντάρια όλοι.

Αχ! ο γέρος ευτύς αποκρίθη 1285 Το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα Να σηκόσω· σε φώναξα ο δόλιος Να μου δόκης ολίγη βοήθεια. Λ ι ο ν τ ά ρ ι, Λ ύ κ ο ς και Α λ ο π ο ύ. Λιοντάρι, Λύκος, κι' Αλπού αντάμα Τα τρία βγήκαν να κυνηγήσουν 1290 Με συμφωνία, πως ό,τι πιάκουν, Να το μοιράσουν ανάμεσά τους.

Πόσαις μέραις και πού τρέχει Πόσαις νύχταις δε μετρά, Μέσα ο νους του πάντα βρέχειτην ψυχή του συγνεφιά. Μεςτο λόγγο αν σταματήση Για να πάρη ανασασμό, Κάποιος λύκος θα χουμήση Για ν' αρπάξη το νεκρό. Καλιακούδαις και κοράκοι Το κεφάλι κυνηγούν, Με τα νύχια απ' το δισάκκι Να το κλέψουν πολεμούν.

Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία. Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν