United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.

Την διήγησιν του ιερέως διέκοπτεν ανά πάσαν στιγμήν ο Ανδρέας, με τας ερωτήσεις του: Πώς ενόησεν ο Παππά-Σεραφείμ ότι ο σκύλος ήτο λυσσασμένος, τι τον έκαμε, πού τον έδεσε, πώς τον εφόνευσε; Ο ιερεύς απεκρίνετο λεπτομερώς, εκ δε των ερωταποκρίσεων εκείνων ομολογώ ότι έμαθα ουκ ολίγα περί λύσσης την εσπέραν εκείνην.

Έπειτα πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι, άρχισε ο γερο Νέστορας να δασκαλέβει πρώτος, π' απ' όλους πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η γνώμη. 325 Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Τ' Ατρέα γιε κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, πολλοί μαθές πυκνόμαλλοι πέσανε Αργίτες τώρα, π' αφτού που τρέχει ο Σκάμαντρος και τ' όμορφό του ρέμα μ' αίμα τους μάβρο πότισε ο λυσσασμένος Άρης τους κάμπους γύρω, κι' οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδη. 330 Για αφτό 'ναι ανάγκη σύνταχα να πάψεις τους πολέμους, και πάμε εμείς και τους νεκρούς με βόδια και μουλάρια φέρνουμε και τους καίμε εδώκαι στη φωτιά τριγύρω 333 μνημούρι ένα αξεχώριστο τους χτίζουμεγυρνώντας 336 ξανά απ' τον κάμπο· και κοντά αψηλοπύργια αμέσως ας χτίσουμε, διαφέντεμα δικό μας και των πλοίων.

Αλλ' άμα το επλησίασεν εις τα χείλη του, κατελήφθη υπό ρίγους και αηδίας. Μόλις επρόφθασα να πάρω οπίσω το αγγείον. Τον κατέλαβον σπασμοί φοβεροί. Ενόμιζα ότι τελειώνει. Μετ' ολίγον συνήλθεν. — Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το λυσσόχορτον, δεν θ' απέθνησκα λυσσασμένος!

Είνε και τούτος σεβαστός όπως είνε και τα λιθάρια σου». Τίποτα εκείνος· δεν έβλεπε τα δάκρυα της μάννας του, δεν άκουε τα λόγια τ' αδερφού του παρά κύτταζε κατάματα τους σοφούς. Εκείνοι στέκονταν αμίλητοι παρέκει και του έγνεφαν : χάλα! Και σαν είδε πως κανένας από τους αργάτες δε σήκωνε χέρι, άρπαξε το τσεκούρι και ρίχτηκε λυσσασμένος στον πλάτανο. Γκαπ! γκοπ! γκουπ! το τσεκούρι.

» Εκείθε μεςτην Κοσμηρά » Πλάκωσα λυσσασμένος, » Κόκκινο αίμα Τούρκικο » Να πιω και να ρουφήξω. » Τριγύρω τους τ' ασκέρι μου » Άρχισα να ξανοίξω, » Κ' εγώτη μέση χύθηκα, «'Σάν λύκος πεινασμένος.» «Τους έσφαξα.

Τότες τους είδε ο Έχτορας στων στρατιωτών τη μέση 590 κι' όρμησε απάνου σκούζοντας, και πίσω του ακλουθούσαν των Τρώων τ' άγρια τάγματα, κι' έτρεχε ομπρός ο Άρης με την αφέντρα Σκοτωσού, που της Σφαγής κρατούσε την άκαρδη Αναστάτωση, κι' ο λυσσασμένος Άρης ανέμισε αθεόρατο στις χούφτες του κοντάρι, και μια μπροστά απ' τον Έχτορα μια γύριζε από πίσω. 595

— Α! διαβουλουκούλουκα! εμούγκριξε ο λοχίας λυσσασμένος τόρα, παίζοντας μανιακός το φοβερό λεπίδι στον αέρα ξεμανίκωτο. Και ολοένα αγριεμένος περισσότερο, ξανάειπε, δείχνοντας με το δάχτυλο το δωμάτιο αγνάντια στο σωρό που βρέθη το μαχαίρι·Μέσα του Τρίου ! Μέσα την Παναγιά σας!..