United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα. Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό.

Και ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντοουραδάτος, κυτάζει κατάματα σαν να τον ερωτά την αιτία των συλλογισμών, σαν να του υπόσχεται πως όλοι αν τον αρνηθούν αυτός θα μείνη πάντα πιστός του υποταχτικός και φύλακας ως τον τάφο του. Έτσι το συνηθίζει να κάθεται μόνος εκεί στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια τον σκύλο του κάθε νύχτα ο καπετάν Λαχτάρας.

Μήπως όμως η φράση βγήκε στο ρωμαίικο είναι για κακό; Για κακό βγαίνει κανείς να σεργιανίση στην Ελλάδα; Στα χωριά, σαν πήγαινα παντού και κουβέντιαζα με τους απλούς αθρώπους, με ρωτούσανε· «Τι κάνει το ρωμαίικο;», και δεν κατάλαβα να μου το λέγανε με σημασία κακή, αφού με αγάπη και με πόθο ήθελαν οι καημένοι να μάθουνε τι γίνεται το έθνος, και δίνανε στη λέξη το ρωμαίικο απαράλλαχτα τη σημασία που δίνουν οι δασκάλοι στη λέξη ελληνισμός . Μάλιστα ένας δάσκαλος μου δηγήθηκε πως μια μέρα ρώτηξε ενός χωρικού αν είταν «Έλλην» — πάει να πη έλληνας υπήκοος, γιατί τέτοιο νόημα έχεικαι πως τον κοίταξε ο χωρικός κατάματα, σαν άθρωπος που δε νοιώθει τι του λένε, και του αποκρίθηκε στο τέλος· «Όχι, καλέ!

Μόλις την είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!... Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα.

Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή : — Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ'!... — Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! ... φώναξε άξαφνα ο γαμπρός. Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο.

Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ' είπα : — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτη μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.

Κάμε τον ζευγά, κάμε τον βαλμά, κάμε τον τσαγκάρη ακόμα. Ώμορφο πράμα, αλήθεια, ένας Ευμορφόπουλος να μπαλώνη παπούτσια. Η κυρά Πανώρια εσούφρωσε αυστηρά τα φρύδια της και τον κύτταξε κατάματα. Το χασκόγελό του της φαινόταν ανυπόφορο. — Κ' ένας καλός μπαλωματής, παιδί μου, είπε αργά και σοβαρά, μπορεί να τιμήση τ' όνομά του όπως κ' ένας σοφός.

— Η ψυχή των Ευμορφόπουλων ίδια κι απαράλλαχτη· διάβασε κυττάζοντας κατάματα την κόρη. — Εύγε του· είπε η Ελπίδα ενθουσιασμένη. Ακκούμπησε στον ώμο του κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν το βιβλίο και να τρώνε με το μάτι τις σελίδες του. Ήταν αλήθεια βαθιάς σπουδής σύγγραμμα.

Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα.

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε·Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.