United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί όχι; Η κουταμάρα πάντα είν' ένας ακαταμάχητος πειρασμός για μια λάμψη κ' η ηλιθιότης το αιώνιο Bestia Trionfans, που βγάζει τη σοφία από το άντρο της. Για έναν καλλιτέχνη τόσο δημιουργικό όσον ο κριτικός τι σημαίνει το θέμα; Τίποτε περισσότερο τίποτε λιγώτερο παρ' ό,τι για τον μυθιστοριογράφο και τον ζωγράφο. Όπως εκείνοι, μπορεί να βρίσκη κι αυτός παντού τα μοτίβα του.

Αλλά σεις, άξιο ζευγάρι, — μπορούσα, κύριοι, να σύρω απάνω σας την οργή της Μεγαλειότητάς του, και να σας αποδείξω προδότες· τώρα δεν θέλω να φανερώσω τα μυστικά. ΣΕΒΑΣΤ. Ο πειρασμός μιλεί μέσα του.

— «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. Ο Πειρασμός «Μετά των θηρίων». — Τεσσαράκοντα ημέραι. — Η στιγμή της εξαντλήσεως. — Ο πρώτος πειρασμός. — Η πονηρία του. — «Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος». — Αι προτάσεις του πειρασμού. — Το πτερύγιον του Ναού. — Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ — Η νίκη.

Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων γνωρίζοντάς το καλά τούτο πάνε φυσικά με το μέρος του λαμπρού εκείνου συστήματος, που τους ανεβάζει στην αξιοπρέπεια μηχανών, και λυσσούν τόσο μανιακά εναντίον της εισαγωγής της διανοήσεως σε οποίο ζήτημα που αποβλέπει στη ζωή, ώστε του έρχεται κανενός ο πειρασμός να ορίση τον άνθρωπο σαν ένα λογικό ζώο που πάντα χάνει την υπομονή του άμα τον καλέσουν να ενεργήση σύμφωνα με το λογικό.

Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμη τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξη τα θεία, χωρίς να το καταλάβη. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι' αρχίζει να λέη τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντύλι του, όπως συνήθιζε, κι' άρχισε να σκουπίζη τα δάκρυά του.

Τόσο κακότυχη που έμεινε, για να έχη μια παρηγοριά στη μονοτονία της ζωής της, αποφάσισε και δεύτερη φορά να πάρη ένα ψυχοπαίδι, που να είνε από μάννα και πατέρα, για να μην την βάζη ο πειρασμός, στο θυμό της απάνω, να το φωνάζη μπάσταρδο. Ηύρε, αλήθεια, ένα ορφανό, που ήτον κι' από μακρινή γενιά της. Το πήρε, το ανάθρεψε, το μεγάλωσε.

Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης. — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ; — Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο. — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.

Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.

Ο άσχημος άνθρωποςέτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμόςαγάπησε τομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρανύκτα περνούσε κάτω απ' το σπίτι του κοριτσιού και κύτταζε στα παράθυρα μ' ένα παράπονο, που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Ταδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι' αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώση και κανένας.

Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' ΑχιλέαΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.