United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην ψυχή μου λιγά ένα πεύκο Αττικό. Ξέρω που το ρόδινο χαίρε του ήλιου στον Υμηττό αργεί να σβύση το βράδυ. Σαν την καμπύλη των γύρω βουνών είν' η γνώσι μου ήσυχη. Τι έχω να φοβηθώ ; Ο θάνατος αν έρθη αγριωπός να πάρη ένα παληό Αθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχτώ καθώς τη γλυκειά βροχή και τον αλαφρόν αγέρα που ρίχνει τα φύλλα.

Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' ΑχιλέαΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.

Τριστάνε, μια φορά αν σας μιλούσα, λίγο θα μ' έμελλε πεια να πεθάνω. Φίλε, αν δε φθάσω μέχρις εσένα, θα πη πώς δεν το θέλει ο Θεός, κι' αυτή είναι η πειο μεγάλη μου λύπη. Λίγο με μέλει για το θάνατο. Αφού ο Θεός το θέλει θα τον δεχτώ. Αλλά, φίλε, όταν θα το μάθετε, θα πεθάνετε, το ξέρω καλά. Τέτοιος είναι ο έρωτάς μας που δε μπορείτε να πεθάνετε δίχως εμένα, ούτ' εγώ δίχως εσάς.

Καλώς σας βρήκαμε... — Να σε πάρη ο Διάβολος! Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνησι να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμη τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνειθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησι μου με γέλια και χαρές.

Γόϊ μου κι' αλί μου η δύστυχη πικραρχοντογεννήτρα, που γιο αφού γέννησα λαμπρό βασταγερό, τον πρώτο 55 λεβέντη απ' όλους, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρια τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά να τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. 60 Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.

Οι βαρώνοι έκλαιγαν από λύπη για τον αντρείο, και ντροπή για τον εαυτό τους. «Α! Τριστάνε, έλεγαν, τολμηρέ βαρώνε, για τι να μη δεχτώ καλλίτερα εγώ αυτόν τον αγώνα; Ο θάνατός μου θάρριχνε λιγώτερο πένθος στη χώρα». Η καμπάνες χτυπάνε, και όλοι, οι βαρώνοι και οι άνθρωποι του λαού, γέροι, παιδιά, και γυναίκες, με κλάμματα και ευχές, συνοδεύουν τον Τριστάνο ως την παραλία.

Α’ ΓΥΝΗ Και αν σε κοροϊδέψει κι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να στέψη και σαν μπορή ευκόλως, ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος. Α’ ΓΥΝΗ Και αν σου φτιάσουν την δουλειά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τι λόγος! να δα η ώρα! θα το δεχτώ• όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα! Α’ ΓΥΝΗ Κι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόται και σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;

Στη σκέψη μου μού φαίνεται το ίδιο σα να ήθελα να κάμω το μάτι ναρνηθή το σωματικό πόνο, γιατί δεν τον βλέπει, ή το αυτί να μην παραδεχτή το αίστημα της γεύσης, γιατί δεν είναι δυνατό να το ακούση. Κι όσο κι αν γνωρίζω καλά τα επιχειρήματα, που μπορούνε ναντιταχτούνε σ' έναν τέτοιον τρόπο σκέψης, μου είναι αδύνατο να τα δεχτώ στην περίσταση αυτή. Ούτε πιστεύω, ούτε δεν πιστεύω.